Αρχείο

Έντομα και μύκητες στην καστανιά

Η καστανιά στη χώρα μας αναπτύσσεται σχεδόν σε όλη την έκταση της ηπειρωτικής Ελλάδας, από τους Νομούς Ξάνθης, Δράμας, Πέλλας και Ιωαννίνων έως και την Πελοπόννησο. Στη νησιωτική Ελλάδα εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στη Λέσβο και την Κρήτη, σε πληθυσμούς που εμφανίζουν ιδιαίτερα φαινολογικά χαρακτηριστικά. Η ευρεία εξάπλωση του φυλλοβόλου αυτού δέντρου οφείλεται σε μια πλειάδα χαρακτηριστικών του, που κατέστησαν την καστανιά ιδιαίτερα επιθυμητή σε καλλιέργειες. Τα δύο πιο σημαντικά χαρακτηριστικά είναι ο εξαιρετικός καρπός της και το πολύτιμο ξύλο της.

Το κάστανο είναι τροφή υψηλής διατροφικής αξίας, στοιχείο που έγινε από πολύ νωρίς αντιληπτό όπως μας καταμαρτυρούν ιστορικά στοιχεία. Παράλληλα με τον καρπό, το ξύλο της καστανιάς είναι ιδιαίτερα πολύτιμο και χρησιμοποιούμενο ως πρώτη ύλη μας έχει δώσει υπέροχα παραδείγματα αρχιτεκτονικής στο Πήλιο και το Άγιο Όρος. Τέλος, πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η καστανιά κατατάσσεται ανάμεσα στα 4 – 5 πλέον επιθυμητά δέντρα από τους μελισσοκόμους, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι μέλισσες που βοσκούν και σε καστανιές εμφανίζουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, δημιουργούν πολυάριθμα σμήνη, που συντελούν σε αυξημένη παραγωγή μελιού.

Η καστανιά προσβάλλεται από μύκητες και έντομα που μπορούν να υποβαθμίσουν τα δέντρα, να ελαχιστοποιήσουν την παραγωγή, και ακόμη να τη νεκρώσουν. Μια από τις καταστρεπτικότερες ασθένειες της καστανιάς είναι η ασθένεια του έλκους.

Η ασθένεια αυτή προκαλείται από τον μύκητα Cryphonectria parasitica, ο οποίος εισέρχεται στο δέντρο κυρίως από πληγές του φλοιού και γενικότερα από σημεία στα οποία ο φλοιός εμφανίζει ασυνέχειες. Στα σημεία προσβολής ο μύκητας προκαλεί έλκη τα οποία νεκρώνουν κλαδιά και τον κορμό.

Ο μύκητας Cryphonectria parasitica εντοπίστηκε για πρώτη φορά στο Πήλιο το 1963. Σήμερα έχει εξαπλωθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια.

Η πλέον ενδεδειγμένη και αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης της ασθένειας του έλκους της καστανιάς η βιολογική καταπολέμηση που βασίζεται σε μυκητικούς εμβολιασμούς αριθμού προσβεβλημένων δέντρων με υπομολυσματικά στελέχη του ίδιου μύκητα. Με τον τρόπο αυτό, ανακόπτεται αρχικά η εξάπλωση του παθογόνου μύκητα, ενώ μετά, σε σύντομο χρονικό διάστημα ξεκινάει η επούλωση των ελκών, έχοντας ως τελικό αποτέλεσμα τη πλήρη θεραπεία των δέντρων.

Η δεύτερη σημαντική ασθένεια της καστανιάς είναι η μελάνωση.

Αυτή προκαλείται στην Ελλάδα από το μύκητα Phytophthora cambivora ο οποίος προσβάλλει τις ρίζες.

Σε περιπτώσεις έντονων προσβολών τα δέντρα νεκρώνονται. Ιδιαίτερα υγρές περιοχές ή υπερβολική άρδευση από τον Μάϊο και μετά ευνοούν την εκδήλωση της μελάνωσης.

Η καστανιά προσβάλλεται και από έντομα ιδιαίτερα όταν εγκαθίσταται σε περιοχές με ακατάλληλο έδαφος. Μια ομάδα εντόμων, που προκαλούν απώλεια σε ποσοστό μέχρι και 20% της ετήσιας παραγωγής κάστανου είναι σήμερα γνωστά ως καρπόκαψα.

Τα έντομα αυτά προσβάλλουν τους καρπούς της καστανιάς, μέσα στους οποίους αναπτύσσονται οι λάρβες τους κατατρώγοντας το εσωτερικό τους. Όμως, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν τέσσερα διαφορετικά έντομα που περιγράφονται με τον όρο καρπόκαψα, τα εγκεκριμένα εντομοκτόνα εστιάζουν στην καταπολέμηση μόνο του ενός από αυτά του Cydia splendana, το οποίο είναι εύκολα αναγνωρίσιμο από το ρόδινο χρώμα του. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας όμως, μια εκ των οποίων είναι και η Κρήτη, δεν είναι αυτό το έντομο που προκαλεί τις μεγαλύτερες καταστροφές στα κάστανα, αλλά ένα άλλο που είναι γνωστό με το ελληνικό όνομα «ελέφας» (Curculio elephas) λόγω του μεγάλου ρύγχους του. Η λάρβα του, που βρίσκεται μέσα στα κάστανα έχει χαρακτηριστικό σχήμα και άσπρο χρώμα . Είναι εμφανές λοιπόν ότι η περιορισμένη γνώση μας σχετικά με την εξάπλωση κάθε ενός από τα έντομα που περιγράφονται με το γενικό όρο καρπόκαψα, οδηγεί πολλές φορές σε λανθασμένες επιλογές αντιμετώπισης καθώς κάθε ένα από αυτά τα έντομα απαιτεί την εφαρμογή συγκεκριμένης εντομοκτόνου ουσίας αλλά και τρόπου και περιόδου ψεκασμού.

Τη μελέτη της βιολογικής καταπολέμησης του έλκους της καστανιάς στην Ελλάδα έχει αναλάβει το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών της Θεσσαλονίκης, ενώ την εφαρμογή η Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος.

Το Έργο που χρηματοδοτείται από το Γ’ ΚΠΣ Μέτρο 6.3 έχει ως στόχο την καταπολέμηση της ασθένειας και την εξυγίανση των ήδη προσβεβλημένων δέντρων καστανιάς. Η καταπολέμηση έχει εφαρμοσθεί σε 17 Νομούς της χώρας ενώ άλλοι 11 Νομοί (μεταξύ αυτών και ο Νομός Χανίων) έχουν ενταχθεί στο ΕΣΠΑ 2007 – 2013. Παράλληλα με τη μελέτη της βιολογικής καταπολέμησης του έλκους της καστανιάς, μελετώνται και τα καρποφάγα έντομα ώστε να διευκρινιστεί ποιο είναι τελικά το έντομο που προκαλεί τη μέγιστη προσβολή στα κάστανα ανά περιοχή. Μόνο μετά από μια τέτοια μελέτη θα καταστεί εφικτή μια καθολικά αποτελεσματική αντιμετώπιση των εντόμων αυτών που σήμερα περιγράφονται με το γενικό όρο καρπόκαψα.

Γράφουν οι δρες Στέφανος Διαμαντής και Δημήτριος Ν. Αβτζής

Βιολογική καταπολέμηση του έλκους της καστανιάς

Υλοποιείται από τη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης & Προστασίας Δασών & Φ. Π. σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ και χρηματοδοτείται από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα “Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006”

Δρ Στέφανος Διαμαντής, Τακτικός Ερευνητής Δρ Χαρίκλεια Περλέρου, Δασολόγος-Φυτοπαθολόγος

Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

Η ασθένεια του έλκους της καστανιάς έχει πλέον εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα και προκαλεί σοβαρές απώλειες στο φυτικό κεφάλαιο πολλών καλλιεργητών καστανιάς. Σοβαρές νεκρώσεις προκαλεί και σε δημόσια, κοινοτικά και ιδιωτικά πρεμνοφυή καστανοδάση τα οποία παράγουν πολύτιμη ξυλεία καστανιάς.

Το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ εμπλέκεται στην καταπολέμηση της ασθένειας από το 1988 όταν για πρώτη φορά η ασθένεια εντοπίσθηκε στα πολύτιμα καστανοδάση του Αγίου Όρους. Το Εργαστήριο Δασι-κής Παθολογίας επικέντρωσε την έρευνα στη βιολογική καταπολέμηση της ασθένειας με τη χρήση ιού του γένους Hypovirus με διπλή περιέλιξη RNA (ds-RNA). Η βελτιωμένη τεχνική που αναπτύχθηκε εφαρμόσθηκε στα 70.000 στρέμ. καστανοδασών του Αγίου Όρους την περίοδο 1998-2000 με αποτέλεσμα την εξάλειψη της ασθένειας.

Το έλκος της καστανιάς, ως εκτατική ασθένεια, ήταν αναμενόμενο ότι θα εξαπλωνόταν σε όλη τη χώρα παρ’ όλες τις ενημερωτικές διαλέξεις που έγιναν σε διάφορες περιοχές (Γρίβα και Καστανερή Ν. Κιλκίς, Άγιο Πέτρο, Άστρος και Ασέα Ν. Αρκαδίας, Αρτεμίσιο Ν. Μεσσηνίας, Ζαγορά και Τσαγκαράδα Ν. Μαγνησίας, Άγιο Γεώργιο Ν. Φθιώτιδας, Χαλκίδα, Δαμασκηνιά Ν. Κοζάνης κ.ά.). Έτσι, μεθοδευμένα και συστηματικά από το 1995 δημιουργήθηκε η επιστημονική υποδομή για την εφαρμογή της βιολογικής καταπολέμησης σε εθνικό επίπεδο. Αρχικά χαρτογραφήθηκε η ασθένεια σε όλη την Ελλάδα και στη συνέχεια αναγνωρίσθηκαν και χαρτογραφήθηκαν οι τύποι βλαστικής συμβατότητας (vc types) του παθογόνου μύκητα Cryphonectria ( συν. Endothia) parasitica ο οποίος και προκαλεί την ασθένεια.

Για την αποφυγή λαθών που έγιναν ιδιαίτερα στη Γαλλία και Ιταλία, το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών υπέβαλε το 1999 πρόταση προς τη Γενική Διεύθυνση Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος του τότε Υπουργείου Γεωργίας για την ένταξη ενός έργου εθνικής εμβέλειας στο Γ’ ΚΠΣ με στό-χο την εξεύρεση της αναγκαίας χρηματοδότησης για την εφαρμογή της βιολογικής καταπολέμησης σε όλη τη χώρα.

Η πρόταση έγινε αποδεκτή και το έργο με τίτλο « Εκπόνηση Μελέτης και Εκτέλεση των Προβλεπόμενων από αυτήν Έργων για την Καταπολέμηση της Ασθένειας του Έλκους της Καστανιάς» εντάχθηκε στο Μέτρο 6.3 – Δράση Α’ του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης και Ανασυγκρότησης της Υπαίθρου 2000-2006.

Το καλοκαίρι του 2006 συντάχθηκε η σχετική μελέτη από το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών ενώ το Δεκέμβριο έγινε η οριστική της παραλαβή από τον Τελικό Δικαιούχο που εί-ναι η Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης & Προστασίας Δασών & Φυσικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων. Σύμφωνα με τη μελέτη η καταπο-λέμηση θα εφαρμοσθεί σε 17 νομούς της χώρας (Καβάλας, Δράμας, Θεσσαλονίκης, Πέλλας, Κιλκίς, Πιερίας, Λάρι-σας, Καρδίτσας, Ιωαννίνων, Άρτας, Φθιώτιδας, Εύβοιας, Ευρυτανίας, Αιτωλοακαρνανίας, Αρκαδίας, Λακωνίας και Μεσσηνίας). Παρόμοιο πρόγραμμα που εφαρμόζεται στο Ν. Χαλκιδικής από το 2005, χρηματοδοτείται από το ΠΕΠ της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.

Η εφαρμογή της καταπολέμησης στο ύπαιθρο γίνεται με την περιμετρική στα έλκη τοποθέτηση μυκητικής πάστας (μυκητικού εμβολίου) η οποία περιέχει τον ιό σε 2-3 δένδρα/στρέμ./χρόνο. Ο ιός προσβάλλει τον παθογόνο μύκητα και τον καθιστά υποπαθογόνο. Διασπείρεται με φυσικούς μηχανισμούς με αποτέλεσμα τη συνολική ύφεση της ασθένειας. Η εργασία υπαίθρου γίνεται από εξειδικευμένα συνεργεία που επικεφαλής τους είναι δασολόγος ή δασοπόνος, αρχίζει δε στις 15 Μαΐου και ολοκληρώνεται στο τέλος Ιουλίου. Την προμήθεια της κατάλληλης συμβατής μυκητικής πάστας για όλους του νομούς αναλαμβάνει το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών σύμφωνα με το χάρτη τύπων βλαστικής συμβατότητας του παθογόνου μύκητα. Το έργο βιολογικής καταπολέμησης θα ολοκληρωθεί σε τρία χρόνια, 2007, 2008 και 2009. Σύμφωνα πάντα με τη μελέτη θα τοποθετηθούν συνολικά 3 εκατ. μυκητικά εμβόλια με συνολική δαπάνη 4,7 εκατ. €.

Οι καστανοπαραγωγοί δεν επιβαρύνονται οικονομικά. Η Πολιτεία αναλαμβάνει όλο το κόστος της καταπολέμησης ενθαρρύνοντας τους διασκορπισμένους σε ορεινά χωριά παραγωγούς να επανέλθουν στην καλλιέργεια της καστανιάς. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που στη χώρα μας εφαρμόζεται κάποια ευεργετική πολιτική για τους καστανοκαλλιεργητές.

Πρόκειται για ένα γιγάντιο έργο και η επιτυχία του θα εξασφαλισθεί μόνο με τη συνεργασία των Υπηρεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, των αναδόχων του έργου αλλά και των καλλιεργητών. Ο υφυπουργός κ. Α. Κοντός παρακολουθεί το έργο και δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για την καταπολέμηση της ασθένειας αλλά και την προώθηση της καστανοκαλλιέργειας σε εθνικό επίπεδο.

Σύμφωνα με το γενικό σχεδιασμό τα συνεργεία έχουν εντολή να απλώσουν τον ιό κατά το δυνατόν ομοιόμορφα στην ευρύτερη περιοχή σύμφωνα με τους χάρτες της μελέτης και όχι να καταπολεμήσουν την ασθένεια σε κάποιο συγκε-κριμένο κτήμα. Ακόμη και ασθενείς καστανιές σε κτή-ματα που δεν έχουν «εμβολιασθεί» θα θεραπευθούν. Όμως η μέθοδος είναι βιολογική και τα αποτε-λέσματα θα αρχίσουν να γίνονται ορατά 1-2 χρόνια μετά την επέμβαση.

Τέλος, οι Νομοί Σερρών, Φλώρινας, Κοζάνης, Τρικάλων, Ηλείας, Αχαίας, Λέσβου και Χανίων, όπου η καστανιά καταλαμβάνει μικρή έκταση και η ασθένεια είναι περιορισμένη, έχουν ήδη ενταχθεί στο Δ’ ΚΠΣ.

Πληροφορίες:

Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, 57006 Βασιλικά Θεσσαλονίκης

τηλ.: 2310 461171, e-mail: info@fii.gr

Οι ασθένειες της καστανιάς

Καστανιά: έλκος του λαιμού, μελάνωση: Phytophthora cambivora, Phytophthora sp.

Αποτελούν ιδιαίτερα σοβαρές και μεγάλης οικονομικής σημασίας ασθένειες. Προσβάλλουν σχεδόν όλα τα είδη καλλιεργούμενων δένδρων, κάθε ηλικίας, εμφανίζονται ακόμα και στα φυτώρια και προκαλούν την ξήρανσή τους μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Πολύ συχνά παρατηρούνται ζημιές και στους καρπούς. Εμφανίζονται συχνά στα μηλοειδή, στα πυρηνόκαρπα (γνωστές σαν αποπληξία), στα εσπεριδοειδή (κομμίωση λαιμού), στη φυστικιά, καστανιά, σε διάφορους θάμνους κ.α.

Συμπτώματα

Στο λαιμό των δένδρων (ή και ψηλότερα στον κορμό, ακόμα και σε βραχίονα) παρατηρείται εξωτερικά μια σκοτεινή, συχνά βυθισμένη περιοχή, που φαίνεται σαν βρεγμένη. Η προσβολή εξαπλωνεται προς τα πάνω και προς τα κάτω στις κεντρικές ρίζες και μπορεί να περιβάλλει τον κορμό του δένδρου, οπότε επέρχεται η ξήρανση. Στην προσβεβλημένη περιοχή (στα πυρηνόκαρπα, εσπεριδοειδή, φυστικιά) παρατηρείται σχίσιμο του φλοιού και έκκριση κόμμεος. Εσωτερικά, παρατηρείται καστανός μεταχρωματισμός του φλοιού και του καμβίου μέχρι το ξύλο, που θεωρείται χαρακτηριστικός της ασθένειας.

Τα ασθενή δέντρα εμφανίζουν χλωρωτική και καχεκτική βλάστηση, έντονη φυλλόπτωση και αργά (σε 2-3 έτη) ή γρήγορα (μέσα σε μια καλλιεργητική περίοδο) ξηραίνονται (αποπληξία).

Ειδικά στα πυρηνόκαρπα, παρατηρούνται δύο τύποι αποπληξίας, ανάλογα με τα είδη του παθογόνου:

  1. Ανοιξιάτικος τύπος (πρώιμη προσβολή).

Εκδηλώνεται αργά τον χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη, μετά από έντονες χειμερινές βροχοπτώσεις, οι οποίες βοηθούν στη διασπορά των μολυσμάτων. Οι οφθαλμοί των προσβεβλημένων δέντρων νεκρώνονται και δεν βλαστάνουν την άνοιξη ή βλαστάνουν περιορισμένα. Τελικά τα δένδρα ξηραίνονται με την πρώτη έντονη διαπνοή τον Μάιο ή νωρίς τον Ιούνιο. Αυτός ο τύπος προσβολής είναι ιδιαίτερα σοβαρός γιατί εμφανίζεται σε μεγάλη έκταση και συχνά αφορά ολόκληρο το δενδροκομείο.

  1. Θερινός τύπος (όψιμη προσβολή).

Εκδηλώνεται κατά την διάρκεια της θερμής θερινής περιόδου. Τα δέντρα, συνήθως μετά από ελαφρά χλώρωση των φύλλων, εμφανίζουν έναν απότομο μαρασμό και ξηραίνονται. Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίπτωση, αυτά τα δέντρα είναι μεμονωμένα μέσα στο δενδροκομείο και παρατηρούνται ιδιαίτερα κατα μήκος των αυλακίων ύδρευσης.

Το παθογόνο προσβάλλει και τους καρπούς, ιδιαίτερα αυτούς που βρίσκονται στις ποδιές των δένδρων, κοντά στο έδαφος. Στην επιφάνεια των καρπών εμφανίζεται στην αρχή μία ασαφής περιοχή με ανοιχτοκάστανο μεταχρωματισμό, που στη συνέχεια σκουραίνει κι αποκτά δερματώδη υφή. Εσωτερικά η προσβολή επεκτείνεται σε όλο το πάχος του φλοιού, επίσης μπορεί να καλύψει ολόκληρο τον καρπό. Η σήψη από φυτόφθορα, μπορεί εύκολα να αναγνωριστεί, λόγω της έντονης χαρακτηριστικής οσμής σαν “ταγκίλα” που εκπέμπεται από τους προσβεβλημένους ιστούς. Με υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία στις προσβεβλημένες περιοχές εμφανίζεται ένα αραιό υπόλευκο χνούδι (εξάνθιση του μύκητα). Πολύ συχνά, ενώ οι μολύνσεις γίνονται στο δενδροκομείο, τα συμπτώματα της ασθένειας εμφανίζονται κατά την αποθήκευση ή κατά τη συσκευασία. Η ασθένεια μεταδίδεται από τους μολυσμένους στους υγιείς καρπούς με την επαφή και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές. Σε επόμενα στάδια προσβολής είναι δυνατό να αναπτυχθούν διάφορα δευτερογενή παράσιτα (μύκητες, βακτήρια), οπότε η σήψη μεταβάλλεται σε υγρή.

Παθογόνο – Συνθήκες ανάπτυξης.

Οι ασθένειες λαιμού προκαλούνται από μύκητες εδάφους του γένους Phytophthora. Στην Ελλάδα, τα μηλοειδή προσβάλλονται συνήθως από τον μύκητα Phytophthora cactorum. H πρώιμη προσβολή στα πυρηνόκαρπα οφείλεται στα είδη P. syringae και P. megasperma, ενώ οι όψιμες προσβολές προκαλούνται από τα είδη P.cactorum και P.citrophora. Τα είδη που προσβαλλουν τα εσπεριδοειδή είναι τα Phytophthora nicotianae var. parasitica και Phytophthora citrophora. Το πρώτο παθογόνο ευνοείται από υψηλές θερμοκρασίες, ενώ ο Phytophthora citrophora σε θερμοκρασίες 20-25 0C. Επίσης, προσβολές (ιδιαίτερα στους καρπούς) είναι δυνατό να προκαλέσουν τα Phytophthora hibernalis και Phytophthora syringae. Είναι παθογόνα εδάφους που επιβιώνουν για πολλά χρόνια με τα σπόριά τους (ωοσπόρια), ακόμα και σε δυσμενείς συνθήκες (π.χ. ξηρασία) ως σαπρόφυτα μέχρι να βρεθούν στις κατάλληλες θερμοκρασίες και προπαντώς σε ελεύθερο νερό, οπότε αποκτούν μολυσματική ικανότητα. Επιπλέον, διαχειμάζουν και σαν μυκήλιο, μέσα στους προσβεβλημένους ιστούς. Η μόλυνση γίνεται από το έδαφος και διευκολύνεται από πληγές που δημιουργούνται στο δέντρο (π.χ. από έντομα, καλλιεργητικά εργαλεία κ.α.).

Η εδαφική υγρασία είναι ο κρισιμότερος παράγοντας στην εξέλιξη της ασθένειας. Γι’ αυτό το λόγο στα δενδροκομεία παρατηρείται μια σειρά προσβεβλημένων δένδρων κατά μήκος των αρδευτικών καναλιών. Σε εδάφη βαριά, κακώς στραγγιζόμενα, ευνοείται η ανάπτυξη της ασθένειας και μπορεί να πάρει και διαστάσεις επιδημίας. Τέλος, οι διάφορες ποικιλίες δένδρων έχουν διαφορετική ευπάθεια στις προσβολές από Phytophthora.

Αντιμετώπιση

H αντιμετώπιση της ασθένειας εντοπίζεται κυρίως στην πρόληψη και σε καλλιεγητικά μέτρα:

Χρησιμοποίηση εύρωστου και απολύτως υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού.

Αποφυγή εγκατάστασης των δένδρων σε εδάφη βαριά, συνεκτικά και κακώς στραγγιζόμενα.

Ο εμβολιασμός των δένδρων να γίνεται όσο το δυνατόν ψηλότερα, έτσι ώστε να μην φθάνουν τα μολύσματα (σταγόνες νερού) από το έδαφος στον κορμό.

Χρησιμοποίηση ανθεκτικών υποκειμένων.

Αποφυγή επαφής του κορμού του δένδρου με το νερό του ποτίσματος.

Αποφυγή δημιουργίας πληγών στις ρίζες και το λαιμό των δένδρων κατά την εκτέλεση διαφόρων καλλιεργητικών φροντίδων.

Σε περίπτωση εμφάνισης της προσβολής, θα πρέπει να εκριζωθούν και να καταστραφούν τα έντονα προσβεβλημένα ή ξερά δένδρα και στην συνέχεια να ακολουθήσει απολύμανση του εδάφους. Επίσης, σε περιοχές που ενδημεί η ασθένεια συνίσταται να γίνεται εφαρμογή (ριζοπότισμα ή επάλειψη κορμού) με κατάλληλα διασυστηματικά μυκητοκτόνα.

Δεδομένου ότι η επικίνδυνη περίοδος για προσβολές στους καρπούς είναι από Οκτώβριο έως Ιανουάριο και η ασθένεια ευνοείται με υγρό και βροχερό καιρό, οι ψεκασμοί συστήνονται να γίνονται πριν από την έναρξη των φθινοπωρινών βροχών. Για την πρόληψη της σήψης των καρπών (προσυλλεκτικά και μετασυλλεκτικά) απαιτείται ψεκασμός με κατάλληλο μυκητοκτόνο πριν τη συγκομιδή.

Επιπλέον, θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε οι καρποί να μην ακουμπούν στο έδαφος.

 

www.bayercropscience.gr