Χρήσιμες πληροφορίες για τη δενδροκομία (Γ. Νάνος)

panethessaliasΑναπλ. Καθηγητής Γιώργος Νάνος
ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΙΑ Ι

Σημειώσεις για ειδικά θέματα
Βόλος 2012
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αυτές οι σημειώσεις γράφηκαν για συγκεκριμένα θέματα που καλύπτονται στο μάθημα Δενδροκομία Ι για να βοηθήσουν τους φοιτητές να κατανοήσουν μερικά αντικείμενα πιο απλά σε σχέση με την παρουσίαση τους στο βιβλίο και να κατανοήσουν κάποιες πρόσφατες έννοιες. Δεν αποτελούν αντικείμενο που θα οδηγήσει σε γνώσεις που απαιτούνται για την επιτυχία στις εξετάσεις αλλά σκοπό έχουν την εκ παραλλήλου μελέτη (!?) των σημειώσεων με το βιβλίο.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΟΠΩΡΟΦΟΡΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η συμπεριφορά ενός πολύπλοκου οργανισμού, όπως είναι ένα οπωροφόρο δέντρο, εξαρτάται από τη γενετική του σύσταση, τις καλλιεργητικές φροντίδες και το περιβάλλον. Ακραία καιρικά φαινόμενα προκαλούν ζημιές στην ηρτημένη παραγωγή αλλά, πολύ συχνά, και στο φυτικό κεφάλαιο με αποτέλεσμα τις απώλειες παραγωγής και εισοδήματος για περισσότερα του ενός έτη. Ζημιές από χαλάζι, ανεμοθύελλα, πλημμύρες, υψηλές θερμοκρασίες και, πάνω από όλα, παγετούς είναι συνηθισμένες και τόσο εκτεταμένες μερικές χρονιές που επηρεάζουν την οικονομία ολόκληρων περιοχών. Ελάχιστα μόνο στοχευμένα στοιχεία θα δοθούν κατωτέρω για κάθε περιβαλλοντικό παράγοντα και πως αυτός επηρεάζει τα οπωροφόρα.
ΗΛΙΑΚΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ
Ο ήλιος προσφέρει την απαραίτητη ενέργεια για τη φωτοσύνθεση και θέρμανση του οπωρώνα. Δευτερευόντως είναι συχνά απαραίτητος για τη δημιουργία επιχρώματος (κόκκινο χρώμα φλοιού) σε καρπούς (ποιοτικό και θρεπτικό στοιχείο) και τη διαφοροποίηση ανθοφόρων οφθαλμών για την επόμενη χρονιά (ουσιαστικά η ηλιακή ακτινοβολία μέσω της φωτοσύνθεσης παράγει υδατάνθρακες και η επάρκεια αυτών συγκεκριμένη εποχή για κάθε είδος βοηθά στη διαμόρφωση περισσότερων ανθοφόρων οφθαλμών και μείωση του φαινομένου της παρενιαυτοφορίας). Βέβαια η υψηλή ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει υπερβολική αύξηση της θερμοκρασίας στα εκτιθέμενα φυτικά μέρη (κύρια φύλλα, καρπούς, φλοιό κορμού νεαρών δέντρων, και, σε περιπτώσεις έντονου κλαδέματος, όλο το φυτικό σκελετό) και ζημιές από ηλιόκαυμα, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας τους σε νερό και της υψηλής θερμοχωρητικότητας του νερού. Σκίαση από αντιχαλαζικά δίκτυα πάνω από τις σειρές των δέντρων, βάψιμο των κορμών (ή και βραχιόνων αν είναι εκτεθειμένοι) με ασβέστη ή λευκό πλαστικό χρώμα, εφαρμογή καολίνη (ορυκτού σε υδρόφιλη μορφή για ψεκασμό του φυλλώματος), ψεκασμός των δέντρων με νερό κατά τις θερμές ώρες της ημέρας με μπεκ τοποθετημένα πάνω από την κόμη, και σωστή διαμόρφωση και κλάδεμα, ώστε η νέα βλάστηση να προστατεύει τους καρπούς (ιδιαίτερα στα νάνα δέντρα μηλιάς και αχλαδιάς που σήμερα επεκτείνονται), είναι μέθοδοι που μειώνουν το ηλιόκαυμα ή ανακλούν μέρος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας και μειώνουν τη θέρμανση του δέντρου και σαν αποτέλεσμα μειώνουν και τη χρήση νερού και την καταπόνηση που δέχεται αυτό.
ΑΝΕΜΟΣ
Ο άνεμος είναι χρήσιμος στις εξής περιπτώσεις: ελαφρύς άνεμος κατά τις αίθριες νύχτες το Χειμώνα και αρχές Άνοιξης ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο παγετού, ελαφρύς άνεμος κατά την άνθιση βοηθά στην επικονίαση των ανεμόγαμων ειδών, όχι δυνατοί άνεμοι γενικά μειώνουν τον κίνδυνο επέκτασης ασθενειών (Άνοιξη – Καλοκαίρι, καθώς στεγνώνουν από υγρασία τα φυτικά μέρη σχετικά γρήγορα) και δροσίζουν κατά τους θερινούς μήνες σε περιόδους καύσωνα, αλλά αυξάνουν τη διαπνοή και επομένως τις ανάγκες του φυτού σε νερό ή τα στομάτια των φύλλων κλείνουν και μειώνεται ο καθαρός ρυθμός φωτοσύνθεσης και παραγωγής υδατανθράκων.
Δυνατοί άνεμοι είναι επιβλαβείς στην άνθιση (παρεμποδίζεται η πτήση των επικονιαστών εντόμων) και κατά την περίοδο ανάπτυξης των καρπών οπότε και προκαλείται ποιοτική υποβάθμιση (μωλωπισμοί, γδαρσίματα φλοιού), πτώση καρπών ή και σπάσιμο ολόκληρων κλάδων, ενώ παρεμποδίζονται οι ψεκασμοί φυτοπροστατευτικών.
Ζεστοί ξηροί άνεμοι παρεμποδίζουν την επικονίαση (στεγνώνει το στίγμα στην ελιά το Μάιο) και το καλοκαίρι (λίβας) προκαλούν καταπόνηση στα δέντρα και μείωση της παραγωγής (μηλιά, ακτινιδιά) λόγω του κλεισίματος των στοματίων.
Προστασία από τους ανέμους εφαρμόζεται σε κάποια ευαίσθητα οπωροφόρα όπως ακτινιδιά, εσπεριδοειδή, γιγαρτόκαρπα με χρήση ανεμοφρακτών από κυπαρίσσια, ευκαλύπτους, αλμυρίκια, καλάμια και (μόνο σε φυτώρια) με κατακόρυφα πλαστικά δίκτυα. Η ύπαρξη αντιχαλαζικών δικτύων προστατεύει εν μέρει από τους ανέμους. Η χρήση υψηλών δέντρων για ανεμοφράκτη προκαλεί σκίαση στις γειτονικές σειρές των καλλιεργούμενων φυτών αλλά και ανταγωνισμό των ριζών τους για θρεπτικά και νερό. Οι άνεμοι που μεταφέρουν σταγονίδια θαλασσινού νερού θα προκαλέσουν σημαντική ζημιά στα ευαίσθητα στο αλάτι φυτά όπως τα εσπεριδοειδή.
ΧΑΛΑΖΙ
Το χαλάζι δημιουργείται από τη βίαιη ανοδική κίνηση σύννεφων και την απότομη ψύξη των υδρατμών κάτω από ορισμένες κλιματικές συνθήκες. Αρχικοί παγοκρύσταλλοι ξεκινούν τη δημιουργία τεμαχιδίων πάγου, ανάλογα τις συνθήκες αποκτούν διάφορα μεγέθη και σχήματα και, αφού μεταφερθούν με τα νέφη, πέφτουν με τη βαρύτητα ξανά στη γη σε κάποια απόσταση. Το χαλάζι δημιουργείται κύρια από το Μάιο έως το Σεπτέμβριο. Οι ζημιές που προκαλεί είναι καταστροφή του φυλλώματος, μωλωπισμοί και πτώση καρπών και σχίσιμο του φλοιού των βλαστών με μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες στην υγεία και παραγωγικότητα του οπωροφόρου. Η προστασία από το χαλάζι είναι δύσκολη και αυτή τη στιγμή εκτελείται κύρια από τον ΕΛ.Γ.Α. σε δενδροκομικές περιοχές της Θεσσαλίας (Αγιά) και Κεντρικής Μακεδονίας. Στην Αγιά έχει τοποθετηθεί δίκτυο ‘κανονιών’ ασετυλίνης και με τη βοήθεια ειδικού ραντάρ στη Λάρισα, όταν εντοπισθεί χαλαζοφόρο νέφος να κινείται προς την περιοχή, τα κανόνια λειτουργούν παράγοντας ηχητικό σήμα το οποίο και ‘σπάζει’ τους χαλαζόκοκκους σε μικρότερα κομμάτια. Στην Κεντρική Μακεδονία και μέρος της Θεσσαλίας ραντάρ από τη Θεσσαλονίκη ή τη Λάρισα, αντίστοιχα, εντοπίζουν χαλαζοφόρα νέφη και την κίνηση τους και με τη βοήθεια αεροσκαφών γίνεται ‘σπορά’ μέσα στο νέφος ιωδιούχου αργύρου ή μολύβδου, οι πυρήνες του οποίου απομακρύνουν μόρια νερού από τους παγοκρυστάλλους με αποτέλεσμα να τους ‘μικραίνουν’ και να πέφτουν σαν βροχή. Επίσης κανόνια εξαπολύουν οβίδες με ιωδιούχο άργυρο προς τα χαλαζοφόρα νέφη (στο εγγύς μέλλον ελπίζουμε να χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην Ελλάδα). Τέλος, σε πολλές περιοχές του κόσμου και ατομικά για όποιον ενδιαφέρεται στην Ελλάδα (με υψηλή επιδότηση του ΕΛΓΑ σήμερα), τοποθετούνται πλαστικά δίκτυα πάνω από τις σειρές της καλλιέργειας που παρεμποδίζουν τους χαλαζόκοκκους να φτάσουν τα φυτά. Τα πλαστικά δίκτυα μαζεύονται πάνω από τη γραμμή το Φθινόπωρο και απλώνονται στη θέση τους μετά την άνθιση, καθώς παρεμποδίζουν το πέταμα των μελισσών που βοηθούν στη γονιμοποίηση αρκετών οπωροφόρων που καλύπτονται με δίχτυα. Τα δίχτυα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για τη σκίαση των καλλιεργειών. Αρχικά το προτεινόμενο χρώμα των διχτύων ήταν μαύρο, μετά έγινε λευκό και πρόσφατα γκρι, καθώς αυτό φαίνεται λιγότερο και επομένως παραμορφώνει το τοπίο λιγότερο από τα προηγούμενα. Πρόσφατα, διάφορα άλλα χρώματα δικτύων μελετώνται στα οπωροφόρα (και πολύ περισσότερο στα λαχανικά) για την αποτελεσματικότητά τους στη φυσιολογία του δέντρου (βλαστική ανάπτυξη, φωτοσύνθεση, καταπόνηση) και την ποιότητα του καρπού (χρώμα φλοιού, γευστική ποιότητα).

ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ
ΕΥΝΟΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΨΗΛΩΝ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΩΝ
Κάθε οπωροφόρο έχει ανάγκη μιας ποσότητας θερμότητας για να βλαστήσει και καρποφορήσει κανονικά. Σε πιο ψυχρά κλίματα η παραγωγή και η ποιότητα των καρπών θα είναι μειωμένη και η καλλιέργεια μη εμπορική. Το σύνολο των μονάδων θερμότητας για κάθε ποικιλία είναι μια σχέση μεταξύ θερμοκρασίας κάθε ημέρας (όρια παίρνονται μεταξύ 10 και 28 °C) και καρπικής περιόδου (ημέρες από την πλήρη άνθιση έως τη συγκομιδή). Έτσι μια πρώιμη ποικιλία ροδακινιάς (ωρίμανση νωρίς τον Ιούνιο) απαιτεί 400 μονάδες, ενώ μια μέσης εποχής (μέσα Ιουλίου) ωρίμανσης 800. Οι κερασιές απαιτούν κάτω από 500 μονάδες, οι μηλιές πάνω από 1500 και η ακτινιδιά 1800. Αχλαδιά, ευρωπαϊκή δαμασκηνιά (Prunus domestica), μηλιά και κερασιά καρποφορούν και σε περιοχές με χαμηλότερες σχετικά θερμοκρασίες κατά τη βλαστική περίοδο από τη ροδακινιά και βερικοκιά, ενώ η αμυγδαλιά απαιτεί σημαντικά υψηλότερες θερμοκρασίες για να συμπληρώσει τον ετήσιο κύκλο της. Τα υποτροπικά είδη (εσπεριδοειδή, ελιά) απαιτούν ακόμη υψηλότερες θερμοκρασίες και τα τροπικά είδη (μπανανιά, μάνγκο, ανανάς) τις υψηλότερες (και, καλύτερα, τη μακρύτερη διάρκεια βλαστικής περιόδου). Έτσι η ροδακινιά φυσικά θα μπορούσε να καλλιεργηθεί στη Γερμανία, αλλά η παραγωγή και ιδιαίτερα η ποιότητα των καρπών θα ήταν χαμηλή. Όπως είναι κατανοητό, οι μονάδες θερμότητας σχετίζονται με την πρωϊμότητα μιας ποικιλίας σε συγκεκριμένο μικροκλίμα. Εκτός της καθυστέρησης της άνθισης, μερικά είδη οπωροφόρων στις βόρειες χώρες (π.χ. τα κεράσια ωριμάζουν τον Ιούλιο στη Γερμανία) θα ωριμάσουν πιο αργά τους καρπούς τους σε σχέση με την Ελλάδα (τα αντίστοιχα κεράσια ωριμάζουν μέσα Ιουνίου), κύρια λόγω της καθυστέρησης συσσώρευσης των μονάδων θερμότητας που απαιτούνται για την ωρίμανση των καρπών. Μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα των ειδών που ωριμάζουν αργά τους καρπούς τους και επομένως απαιτούν πολλές μονάδες θερμότητας. Εδώ η διάρκεια της βλαστικής περιόδου (να το θέσουμε χονδροειδώς από τον τελευταίο παγετό της Άνοιξης έως τον πρώτο παγετό του Φθινοπώρου) είναι καθοριστική στο αν μια ποικιλία μπορεί να καλλιεργηθεί σε μια περιοχή.

ΕΥΝΟΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΧΑΜΗΛΩΝ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΩΝ
Τα φυλλοβόλα οπωροφόρα απαιτούν ψύχος κατά την περίοδο ληθάργου για να ανθίσουν κανονικά την Άνοιξη. Αν δεν δεχθούν αρκετό ψύχος, τότε οι ανθοφόροι οφθαλμοί νεκρώνονται ή δίνουν ατελή άνθη, η ανθοφορία είναι παρατεταμένη, η καρπόδεση μικρή και η ποιότητα (μέγεθος, σχήμα) των καρπών κακή. Οι ανάγκες σε ψύχος των ανθοφόρων οφθαλμών κάθε κύριου φυλλοβόλου οπωροφόρου φαίνονται στον Πίνακα 1. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι δραστικές είναι οι θερμοκρασίες κάτω των 7 °C αλλά και άνω του μηδενός. Οι οφθαλμοί είναι ικανοί να συσσωρεύουν ώρες που η θερμοκρασία βρίσκεται στα ανωτέρω όρια. Στη ροδακινιά δραστικές θερμοκρασίες είναι μεταξύ 2,5 και 9,1 °C. Θερμοκρασίες άνω των 16 °C αφαιρούν
5
συσσωρευμένες ώρες χαμηλών θερμοκρασιών, ενώ θερμοκρασίες κάτω του μηδενός δεν προσθέτουν ώρες στο βιολογικό ρολόι των οφθαλμών. Ώρες χαμηλών θερμοκρασιών στα όρια που προαναφέρθηκαν έχουμε <200 για την Κρήτη, >700 για το Βόλο, και >1000 για τη Θεσσαλία – Μακεδονία. Οι ανάγκες σε χαμηλές θερμοκρασίες μπορεί να καλυφθούν μερικά μόνο και με τη χρήση κάποιων χημικών ουσιών, που συνήθως δεν επιτρέπονται στην ολοκληρωμένη παραγωγή (σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες).
Η ελιά είναι το μοναδικό υποτροπικό είδος που απαιτεί ώρες χαμηλών θερμοκρασιών για τη διακοπή του ληθάργου και την κανονική ανάπτυξη των ανθοφόρων οφθαλμών της σε ανθοταξίες με τέλεια άνθη. Οι κρίσιμες θερμοκρασίες είναι κάτω από 10 έως 16 °C και τις χαμηλότερες θερμοκρασίες και τη μεγαλύτερη διάρκεια σε αυτές τη χρειάζονται οι ποικιλίες της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας (Κονσερβολιά, Χονδρολιά Χαλκιδικής), ενώ την ελάχιστη διάρκεια απαιτούν οι ποικιλίες της νότιας Ελλάδας (Κορωνέικη).
Τέλος, τα σπέρματα των φυλλοβόλων οπωροφόρων και της ελιάς έχουν επίσης λήθαργο και απαιτούν παραμονή για συγκεκριμένες ώρες (συνήθως μερικές εκατοντάδες) σε θερμοκρασίες 2 έως 7 °C. Τα σπορόφυτα μερικών οπωροφόρων μας είναι χρήσιμα ως υποκείμενα για τον εμβολιασμό σε αυτά των εμπορικών ποικιλιών. Ελλείψει ικανού ψύχους τα σπέρματα δεν βλαστάνουν ή τα σπορόφυτα είναι καχεκτικά και ακατάλληλα για χρήση τους ως υποκείμενα στον πολλαπλασιασμό.
Πίνακας 1. Ώρες χαμηλών θερμοκρασιών που απαιτούνται ανά είδος οπωροφόρου για την κανονική διακοπή ληθάργου των ανθοφόρων οφθαλμών
Είδος οπωροφόρου Ώρες με θερμοκρασίες 0-7 °C
Μηλιά 1000-1600
Αχλαδιά 500-1000
Κυδωνιά <500
Ροδακινιά 400-800 (αλλά και cvs με 100)
Κερασιά 900-1200
Δαμασκηνιά P. domestica 800-1200 P. salicina <800
Βερικοκιά 200-400
Αμυγδαλιά 180-350 (αλλά και 10-14 °C για 500-1000 ώρες)
Καρυδιά 500-1500
Φιστικιά 1000
Συκιά, φράουλα, ακτινιδιά, ροδιά <400
ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΨΗΛΩΝ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΩΝ
Ενώ για την ικανοποιητική ανάπτυξη και καρποφορία των οπωροφόρων απαιτούνται, ανάλογα με το είδος, υψηλές θερμοκρασίες κατά τη βλαστική περίοδο, οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες (συνήθως άνω των 35 °C) προκαλούν αυξημένες απώλειες νερού (διαπνοή και εξάτμιση), μείωση της καθαρής φωτοσύνθεσης και μείωση της παραγωγής. Καθώς οι φυτικοί ιστοί περιέχουν πολύ νερό, θερμαίνονται με απορρόφηση θερμότητας από το νερό και ψύχονται μόνο τόσο όσο μπορεί να καλύψει η διαπνοή, η οποία και δεν είναι ικανή τις θερμές ώρες του καλοκαιριού να λειτουργήσει αποτελεσματικά (δηλ. τα στομάτια κλείνουν καθώς το σύστημα των αγγείων των βλαστών αδυνατεί να μεταφέρει τόσο πολύ νερό). Έτσι οι φυτικοί ιστοί υπερθερμαίνονται και εγκαύματα προκαλούνται κύρια σε καρπούς, βλαστούς αλλά και σε εκτεθειμένους από θερινό κλάδεμα ή κλάδεμα ανανέωσης βραχίονες και κορμούς. Ιδιαίτερα ευαίσθητοι είναι οι κορμοί των νεοφυτευμένων δενδρυλλίων οι οποίοι και πρέπει να προστατεύονται κατά τα πρώτα δύο έτη στο χωράφι με άσπρισμα (ασβέστη ή λευκό πλαστικό χρώμα εσωτερικών χώρων) ή με νάρθηκα από χαρτόνι ή αδιαφανές πλαστικό.
Κατά την περίοδο λήθαργου, θερμοκρασίες άνω των 16 °C προκαλούν απώλειες συσσωρευμένων ωρών χαμηλών θερμοκρασιών (για τη διακοπή του ληθάργου των ανθοφόρων οφθαλμών), ενώ από το πέρας του ληθάργου (Φεβρουάριο), υψηλές θερμοκρασίες (>15 °C) θα προκαλέσουν ταχεία ανάπτυξη των ανθοφόρων οφθαλμών και της νέας βλάστησης κάνοντας τους νέους ιστούς ευαίσθητους σε ανοιξιάτικους παγετούς.
ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΧΑΜΗΛΩΝ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΩΝ
Πτώση της θερμοκρασίας του αέρα κάτω από το μηδέν μπορεί να προκαλέσει πήξη του νερού των φυτικών ιστών το οποίο μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη ζημιά από παγετό. Η θερμοκρασία στην οποία πήζει το νερό σε κάθε φυτικό ιστό και η ζημιά που θα προκαλέσει εξαρτώνται από το φυτικό ιστό και την εποχή. Υποτροπικά και τροπικά είδη μπορεί να ζημιωθούν και από θερμοκρασίες άνω του μηδενός (και συνήθως κάτω των 14 °C) ανάλογα με τη διάρκεια παραμονής τους σε αυτές. Αυτή η ζημιά ονομάζεται Chilling και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω για οικονομία χώρου. Το μόνο που ενδιαφέρει εμάς είναι η συντήρηση των τροπικών καρπών σε θερμοκρασίες που δεν θα προκαλέσουν chilling. Ως παράδειγμα αναφέρεται το ότι η μπανάνα ή το μάνγκο δεν πρέπει να διατηρείται στο οικιακό ψυγείο, όταν αυτοί οι καρποί δεν είναι ώριμοι για κατανάλωση.
Τις μεγαλύτερες ζημιές παθαίνει το φυτικό κεφάλαιο από εαρινούς και χειμερινούς παγετούς, με καταστροφή της παραγωγής για τη χρονιά ή και καταστροφή του φυτικού κεφαλαίου για μερικά χρόνια. Στην Ελλάδα αργά το Φθινόπωρο, το Χειμώνα και τις αρχές Άνοιξης συνθήκες άπνοιας, αίθριου ουρανού και χαμηλού βαρομετρικού πολύ συχνά προκαλούν απώλεια θερμότητας από το έδαφος προς τον ουρανό τις νυκτερινές και πρώτες πρωινές ώρες σε τέτοιο βαθμό ώστε η θερμοκρασία κοντά στην επιφάνεια του εδάφους να πέφτει κάτω του μηδενός και να δημιουργείται συχνά πάχνη (λευκός παγετός ή παγετός ακτινοβολίας). Θύλακας παγετού είναι περιοχή στην οποία εγκλωβίζεται ψυχρός αέρας (στις κοιλάδες) και ψύχεται περαιτέρω (όπως μόλις περιγράφηκε), ώστε η περιοχή – θύλακας να κινδυνεύει περισσότερο από ζημιές από χαμηλές θερμοκρασίες σε σχέση με περιοχές όπου οι ψυχρές μάζες μπορούν να παρασυρθούν (όπως στις πλαγιές). Καθώς η θερμοκρασία κοντά στο έδαφος μειώνεται, δημιουργείται μια στρωμάτωση θερμοκρασίας ώστε στα 1-2 μέτρα από την επιφάνεια του εδάφους να έχουμε τη χαμηλότερη θερμοκρασία και καθώς ανεβαίνουμε προς τα 20-40 μέτρα να έχουμε ένα μέγιστο (θερμοροφή), ενώ πιο ψηλά η θερμοκρασία επηρεάζεται από το χαμηλό βαρομετρικό και μετά από εκατοντάδες μέτρα μπορεί να είναι πολύ πιο χαμηλή. Όταν υπάρχει χιονόστρωση, η θερμοκρασία είναι ελάχιστη ακριβώς πάνω από την επιφάνεια του χιονιού λόγω της μέγιστης ανάκλασης της θερμότητας και της χαμηλής θερμοκρασίας του χιονιού. Νύκτες με συννεφιά ή μεγάλοι παρακείμενοι όγκοι νερού εμποδίζουν την πτώση της θερμοκρασίας με συγκράτηση της θερμότητας ή έκλυση θερμότητας, αντίστοιχα. Ο άνεμος επίσης παρεμποδίζει την πτώση της θερμοκρασίας καθώς ανακατεύει τις ψυχρές μάζες με θερμότερο αέρα από υψηλότερα στρώματα και δεν επιτρέπει την έντονη μείωση της θερμοκρασίας αέρα κοντά στο έδαφος. Τέλος, οτιδήποτε εμποδίζει τη συσσώρευση θερμότητας κατά τη διάρκεια της ημέρας (ζιζάνια, τύπος εδάφους, βόρεια έκθεση του οπωρώνα) ή αυξάνει την απώλεια θερμότητας τη νύκτα (ζιζάνια, φρέσκο αναμοχλευμένο έδαφος) αυξάνει τον κίνδυνο παγετού. Σε βόρειες χώρες, πολικές αέριες μάζες με χαμηλή υγρασία μπορεί να έχουν τόσο χαμηλή θερμοκρασία ώστε να προκαλέσουν έντονο παγετό (μελανός παγετός), φαινόμενο σπανιότατο στην Ελλάδα.
Ζημιές από παγετούς
Στην Ελλάδα τα φυλλοβόλα οπωροφόρα κινδυνεύουν κύρια από τους ανοιξιάτικους παγετούς και πιο σπάνια από Φθινοπωρινούς (ηρτημένη καρποφορία ζημιώνεται σε θερμοκρασίες <-3 °C) ή χειμερινούς παγετούς. Τα φυλλοβόλα οπωροφόρα έχουν τη δυνατότητα σκληραγώγησης για να αντιμετωπίσουν τους χειμερινούς παγετούς ώστε να είναι ικανά να επιβιώσουν χωρίς ή με ελάχιστες ζημιές σε θερμοκρασίες από -25 έως -35 °C. Πολλές ποικιλίες καρυδιάς είναι πολύ πιο ευαίσθητες και μπορεί να ζημιωθούν σημαντικά σε θερμοκρασίες <-15 °C. Η σκληραγώγηση των φυλλοβόλων οπωροφόρων γίνεται, σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, σε τρία στάδια. Με τις βραχυήμερες συνθήκες του Σεπτεμβρίου το δέντρο ξεκινά τις διαδικασίες ληθάργου με τη συσσώρευση αποθηκευτικών ουσιών (υδατάνθρακες, πρωτείνες) και τη δημιουργία υδρόφιλων κολλοειδών ουσιών στο κύτταρο που δεσμεύουν νερό ώστε αυτό να μην μπορεί εύκολα να κρυσταλλωθεί. Αρκετοί τύποι κυττάρων έχουν αυτή την ικανότητα όπως μεριστωματικά κύτταρα οφθαλμών και παρεγχυματικά κύτταρα στις ηθμαγγειώδεις μοίρες (όχι βέβαια τα φύλλα και οι καρποί). Έτσι αυτά τα κύτταρα και τα όργανα κατ’ επέκταση τον Οκτώβριο έχουν αντοχή σε θερμοκρασίες έως και -8 °C. Ύπαρξη καρπών, υπερβολική όψιμη αζωτούχος λίπανση και όψιμη άρδευση παρεμποδίζουν την είσοδο σε λήθαργο, καθώς ωθούν το φυτό σε έντονη κίνηση χυμών και νέα βλάστηση ή, με άλλα λόγια, στην αδυναμία των φυτών να αποθηκεύσουν υδατάνθρακες. Οι 2-3 πρώιμοι ελαφροί παγετοί του Οκτωβρίου – Νοεμβρίου και η ύπαρξη φύλλων στα φυτά στέλνουν το μήνυμα για την περαιτέρω σκληραγώγηση στα ανωτέρω κύτταρα ώστε αυτά να γίνουν ανθεκτικά σε θερμοκρασίες έως -21 °C και, ανάλογα το είδος, ακόμα χαμηλότερα. Το τρίτο στάδιο σκληραγώγησης (αντοχή σε ακόμα χαμηλότερες θερμοκρασίες) είναι ταχύτατο (σε 1-2 ημέρες) όταν έχουμε μόνιμο παγετό (δηλ. 24 ώρες την ημέρα θερμοκρασίες <-1 °C) και χάνεται επίσης ταχύτατα (σε 1-2 ημέρες) με την άνοδο της θερμοκρασίας άνω του μηδενός. Αυτές οι συνθήκες απέτρεψαν την εκτεταμένη καταστροφή των φυλλοβόλων οπωροφόρων κατά τους παγετούς του Δεκεμβρίου 2001 στην περιοχή της Θεσσαλίας. Όταν συμπληρωθούν οι απαιτούμενες ανά είδος και ποικιλία ώρες χαμηλών θερμοκρασιών, διακόπτεται ο λήθαργος και οι ανθοφόροι οφθαλμοί καθώς και τα λοιπά παρεγχυματικά κύτταρα χάνουν τη σκληραγώγηση τους (γίνονται ευαίσθητοι σε θερμοκρασίες -6 έως -8 °C) και ετοιμάζονται για την επερχόμενη Άνοιξη. Τέτοια εκτεταμένη ζημιά έπαθαν πολλά οπωροφόρα το Φεβρουάριο του 2003. Έτσι με την έκπτυξη των οφθαλμών έχουμε και ευαισθησία σε χαμηλές θερμοκρασίες που φαίνονται στον Πίνακα 2, ανάλογα το στάδιο ανάπτυξης των οφθαλμών. Αυτοί οι ανοιξιάτικοι παγετοί προκαλούν τις μεγαλύτερες ζημιές σε άνθη και καρπίδια στα φυλλοβόλα οπωροφόρα στην Ελλάδα χωρίς να βλάπτουν τη βλάστηση. Επίσης σε είδη όπως καρυδιά, κυδωνιά και ακτινιδιά, οι ανοιξιάτικοι παγετοί προκαλούν πάγωμα του νεοεκπτυσσόμενου βλαστού ο οποίος αργότερα θα έφερε τα άνθη και καρποφορία. Έτσι εδώ έμμεσα χάνεται η καρποφορία, ενώ άλλοι κοιμώμενοι οφθαλμοί εκβλαστάνουν και πλαισιώνουν το δέντρο με βλάστηση.
Οι ενέργειες που μπορεί να κάνει ένας γεωπόνος περιλαμβάνουν:
Πριν τον παγετό: τοποθέτηση θερμομέτρων μεγίστου-ελαχίστου, έλεγχο με χρήση ρυθμιζόμενου καταψύκτη (σε συνδυασμό με κατάλληλα εξοπλισμένα εργαστήρια) της αντοχής των κύριων ειδών και ποικιλιών της περιοχής σε χαμηλές θερμοκρασίες, γνώση των κρίσιμων φάσεων του κάθε είδους και θερμοκρασιών που προκαλούν ζημιά από βιβλιογραφικές πηγές και διαδίκτυο, ενημέρωση των παραγωγών για εφαρμόσιμες μεθόδους σκληραγώγησης των φυτών και παθητικής και ενεργητικής προστασίας, ενημέρωση από μετεωρολογικούς σταθμούς ή διαδίκτυο για επικείμενες καιρικές συνθήκες.
Μετά τον παγετό: άμεσα λήψη παρατηρήσεων από θερμόμετρα μεγίστου- ελαχίστου (το ίδιο πρωί), λήψη φυτικών δειγμάτων και παρατηρήσεις έως το απόγευμα της ίδιας ημέρας για ζημιά, κινητοποίηση παραγωγών και φορέων. Πιθανόν χρήση χαλκούχων για προστασία των φυτών από μύκητες που διέρχονται από τις νέες πληγές (προσοχή στην ευαισθησία των φυτικών μερών) ή και φυτορυθμιστικών ουσιών για παρθενοκαρπία.
Πίνακας 2. Κρίσιμες θερμοκρασίες παγώματος ανθοφόρων οφθαλμών (για ζημιά στο 90% των οφθαλμών ή καρπιδίων) από ανοιξιάτικους παγετούς και για κρίσιμα στάδια ανάπτυξης.
Είδος Ρόδινη κορυφή Πλήρη άνθιση Καρπόδεση
Αμυγδαλιά -2,8°C -1,1°C
Αχλαδιά -5,6°C -4,5°C -3,2°C
Βερικοκιά -7,2°C -5,6°C -3,9°C
Κερασιά -4,0°C -3,9°C -3,5°C
Μηλιά -3,9°C -3,9°C -3,5°C
Ροδακινιά -6,1°C -4,4°C -3,5°C
Ζημιές από παγετό στα εσπεριδοειδή
Οι συχνότερες ζημιές στα εσπεριδοειδή συμβαίνουν από χειμερινούς παγετούς και είναι πολύ συχνές στην Ελλάδα. Τα εσπεριδοειδή δεν έχουν ουσιαστικά δυνατότητα σκληραγώγησης στο ψύχος, γι’ αυτό νεκρώνονται σε θερμοκρασίες κάτω του μηδενός αλλά όχι πολύ χαμηλές. Έτσι μετά από παραμονή επί δύο ώρες στους -2,5 °C παγώνουν πράσινοι και ημιώριμοι καρποί πορτοκαλιάς και λεμονιάς, στους -2,8 °C οι ώριμοι καρποί και νεαρή βλάστηση, στους -4,5 °C μεγάλης ηλικίας βλαστοί και οι οφθαλμοί και στους -10 °C νεκρώνονται ολόκληρα δέντρα πορτοκαλιάς. Τα μανταρινοειδή είναι πιο ανθεκτικά και η λεμονιά πιο ευαίσθητη από την πορτοκαλιά. Ζημιές από παγετό στην ελιά
Η ελιά, παρότι είναι υποτροπικό είδος, έχει κάποια μορφή σκληραγώγησης στο ψύχος. Η ελιά κινδυνεύει από τους πρώιμους φθινοπωρινούς παγετούς και τους χειμερινούς παγετούς και τεράστιες ζημιές συμβαίνουν περιοδικά και στη χώρα μας. Έτσι έως και το Δεκέμβριο οι καρποί θα παγώσουν στους -3 °C, τα φύλλα στους -3 έως -6 °C, ο φλοιός στους -7 °C και το ξύλο στους μεγαλύτερης ηλικίας βλαστούς στους -13 °C. Τον Ιανουάριο τα ελαιόδεντρα έχουν σκληραγωγηθεί (εάν έχει συλλεγεί ο καρπός) και οι οφθαλμοί και μεγάλης ηλικίας βλαστοί αντέχουν λίγο περισσότερο (κατά 2-3 °C πιο χαμηλά από ότι ανωτέρω) στο ψύχος. Με το πέρας του ληθάργου η αντοχή στο ψύχος μειώνεται και ξεκινά η ανοιξιάτικη βλάστηση. Παθητική προστασία από τους παγετούς
Νοτιοανατολική έκθεση, επικλινές έδαφος και μικρό υψόμετρο του οπωρώνα βοηθούν στην αποφυγή ζημιών από παγετούς. Σε εγκατεστημένους οπωρώνες οι ανεμοφράκτες μπορεί να δημιουργήσουν θύλακα παγετού και να προκαλέσουν μεγαλύτερη της αναμενόμενης ζημιά. Η χημική ζιζανιοκτονία ή χαμηλή κοπή (καθαρό από ζιζάνια, ακαλλιέργητο έδαφος) και το υγρό έδαφος μειώνουν τον κίνδυνο παγετών. Όψιμη αζωτούχος λίπανση και αρδεύσεις το προηγούμενο καλοκαίρι, υπερβολική καρποφορία, καθυστερημένη συγκομιδή, πρώιμο κλάδεμα πριν τον παγετό, αποφύλλωση από εχθρούς και ασθένειες την προηγούμενη βλαστική περίοδο, ακατάλληλο υποκείμενο και γενικά διάφορες καταπονήσεις (έλλειψη ανόργανων στοιχείων και νερού, κ.λπ.) κάνουν το δέντρο πιο ευαίσθητο στους παγετούς. Μείωση του κινδύνου ζημιών μπορεί να επιτευχθεί με ψεκασμούς με χαλκούχα σκευάσματα τα τέλη Χειμώνα για μείωση των πληθυσμών των παγοποιητικών βακτηρίων (Pseudomonas syringae) στην επιφάνεια των φυτών (καθώς τα βακτήρια είναι υπεύθυνα για την έναρξη των παγοκρυστάλλων) ή με κάλυψη των φυτών (φράουλα με άχυρο) ή κορμού (ακτινιδιά με μονωτικά υλικά) ώστε να αποφύγουν την άμεση έκθεση στις ελάχιστες θερμοκρασίες. Η καθυστέρηση της άνθισης μελετάται αλλά δεν εφαρμόζεται ακόμα πουθενά διεθνώς. Καθυστέρηση της άνθισης μπορεί να επιτευχθεί με εφαρμογή ethephon το Φθινόπωρο, με περιοδικό τεχνητό δροσισμό (με αρδευτικά μπεκ) μετά το πέρας του ληθάργου και με την εφαρμογή πυκνών ελαίων (παράλληλα με την αντιμετώπιση ζωικών εχθρών) τα τέλη του χειμώνα.
Ενεργητική προστασία από παγετούς
Μια επιτυχής ενεργητική προστασία από παγετούς προϋποθέτει τη γνώση της αντοχής των φυτών εκείνη τη στιγμή στις χαμηλές θερμοκρασίες, κατάλληλη πρόγνωση του καιρού τουλάχιστον λίγες ώρες πριν (πόσο χαμηλά και πόσες ώρες θα πέσει η θερμοκρασία) και την εγκατάσταση μιας μεθόδου παγετοπροστασίας. Διεθνώς ενεργητική προστασία γίνεται με θέρμανση του οπωρώνα με καύση υλικών όπως άχυρου, παλιών ελαστικών, ή με κατάλληλες θερμάστρες που χρησιμοποιούν λάδια, πετρέλαιο ή φυσικό αέριο. Η μέθοδος αυτή εγκαταλείπεται λόγω των επιπτώσεων που έχει στο περιβάλλον ή απαγορεύθηκε τελείως σε πολλές περιοχές του κόσμου. Ενεργητική προστασία γίνεται (σπάνια) με χρήση ελικοπτέρου το οποίο πετώντας χαμηλά (<30-40 m από την επιφάνεια του εδάφους) μεταφέρει αέρα από τα θερμότερα στρώματα προς την επιφάνεια του εδάφους. Οι πιο εκτεταμένες μορφές ενεργητικής προστασίας από παγετούς διεθνώς και στην Ελλάδα είναι η χρήση ανεμομικτών και η τεχνητή βροχή. Οι ανεμομίκτες κοστίζουν πολύ, απαιτούν συγκεκριμένη διαδικασία για να λειτουργήσουν (όταν χρησιμοποιείται πετρελαιομηχανή) ή απαιτείται ηλεκτρικό ρεύμα, μπορούν να καλύψουν 20-40 στρέμματα οπωρώνα και να ανεβάσουν τη θερμοκρασία στο ύψος των δέντρων, ανάλογα με το βάθος και ύψος της θερμοροφής και τον άνεμο, κατά 2-4 °C το πολύ. Συνδυασμός των μεθόδων καύσης υλικών και ανεμομίκτη χρησιμοποιούνται σε μερικές περιοχές του κόσμου ακόμα και για μείωση των ζημιών από έντονους παγετούς του Χειμώνα. Ο πιο επεκτεινόμενος τρόπος ενεργητικής προστασίας από παγετούς είναι η άρδευση με ατομικά μπεκ (τεχνητή βροχή) που βρίσκονται μέσα ή πάνω από την κόμη του δέντρου. Η εφαρμογή από νωρίς το βράδυ νερού στην επιφάνεια του φυτού και εδάφους προκαλεί έκλυση θερμότητας (κατά την ψύξη και κατόπιν πήξη του νερού) αλλά και μόνωση των ιστών που καλύπτονται από πάγο ώστε να αποφευχθεί η πτώση της θερμοκρασίας αυτών κάτω του -1 °C ανεξάρτητα από τη θερμοκρασία του αέρα. Αυτός ο τρόπος παγετοπροστασίας απαιτεί υψηλή παροχή νερού και ύπαρξη δικτύου άρδευσης με πίεση, μπορεί να προκαλέσει σπάσιμο των κλάδων, αλλά θεωρείται ο αποτελεσματικότερος των μεθόδων που χρησιμοποιούνται. Στην Ελλάδα τα εσπεριδοειδή προστατεύονται εκτεταμένα με άρδευση με τεχνητή βροχή και με ανεμομίκτες, ενώ τα φυλλοβόλα προστατεύονται πιο σπάνια και με τη χρήση τεχνητής βροχής.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΠΩΡΟΦΟΡΩΝ
Το χειμώνα
Τα φυλλοβόλα και εν μέρει η ελιά (αν έχουν συγκομιστεί οι καρποί) είναι σκληραγωγημένα όπως έχει περιγραφεί αλλού για την αντιμετώπιση των χαμηλών θερμοκρασιών του χειμώνα.
Τα φυλλοβόλα βρίσκονται σε λήθαργο. Αυτή την περίοδο οι ανθοφόροι οφθαλμοί συσσωρεύουν τις ώρες ψύχους που απαιτούνται και διαμορφώνονται μικροσκοπικά και μερικώς μακροσκοπικά. Οι ηθμαγγειώδεις μοίρες είναι επίσης σε λήθαργο και δεν μεταφέρουν νερό και ανόργανα και οργανικά στοιχεία καθώς κανένα σημείο του δέντρου δεν τα χρειάζεται. Φυσικά οι ρίζες δεν απορροφούν νερό και θρεπτικά από το έδαφος και δεν αναπτύσσουν νέα ριζίδια. Γι’ αυτό η λίπανση αυτή την περίοδο στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ανόητη συμπεριφορά των παραγωγών και γεωπόνων. Μόνο όταν οι οφθαλμοί βγουν από το λήθαργο (κανονικά κάποια στιγμή το Φεβρουάριο), τότε οι αποθηκευμένες ουσίες (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες και ανόργανα) διαλυτοποιούνται και αρχίζει η κυκλοφορία χυμών στο δέντρο κύρια από τις ρίζες και βλαστούς προς τους οφθαλμούς με θετική πίεση λόγω των πολλών διαλυτών ουσιών στις ρίζες και βλαστούς και των ελάχιστων ή των καταναλωνόμενων στους οφθαλμούς. Αυτή η έξοδος από τη σκληραγώγηση και η ενεργοποίηση όλου του φυτού φυσικά το κάνει πιο ευαίσθητο στους παγετούς αλλά δεν συνοδεύεται από απορρόφηση ανόργανων από το έδαφος μέχρι και το Μάρτιο λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών του εδάφους αυτή την περίοδο σε σχέση με τον αέρα που αρχίζει να γίνεται πιο ζεστός.
Στα εσπεριδοειδή η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Τα δέντρα έχουν τα φύλλα τους όλο το έτος και πολλές φορές και τους καρπούς. Επομένως απορροφούν νερό (για τη διαπνοή) και ελάχιστα θρεπτικά καθώς οι καρποί έχουν συνήθως ωριμάσει, δεν υπάρχει νέα βλάστηση και το έδαφος είναι σχετικά κρύο για τη λειτουργία των ριζών. Λόγω των ανωτέρω δεν σκληραγωγούνται ώστε να αντιμετωπίσουν έντονους παγετούς. Αντίθετα, οι οφθαλμοί των εσπεριδοειδών διαφοροποιούν με το χειμώνα (ή καλύτερα με την περίοδο μη ανάπτυξης λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών) τα άνθη τους και μικροσκοπικά αυτά αναπτύσσονται έως τις πρώτες θερμότερες ημέρες της άνοιξης.

Την Άνοιξη
Με την αύξηση των θερμοκρασιών αέρα έχουμε σταδιακή έκπτυξη των βλαστοφόρων και των ανθοφόρων οφθαλμών. Συνήθως οι ανθοφόροι οφθαλμοί εκπτύσσονται πρώτοι (πυρηνόκαρπα). Αλλά στους μικτούς οφθαλμούς (μηλιά, αχλαδιά) έχουμε εμφάνιση των φύλλων και πριν αυτά ωριμάσουν έχουμε και την άνθιση (φυσικά τα φύλλα βρίσκονται πάντα πάνω σε βλαστό όσο μικρός και αν είναι αυτός). Με άλλα λόγια στα περισσότερα φυλλοβόλα δεν υπάρχουν ώριμα φύλλα να είναι παραγωγοί και εξαγωγείς υδατανθράκων για να υποστηρίξουν την ανάπτυξη των ανθέων έως και την αρχική ανάπτυξη των καρπών αλλά και την αρχική βλαστική ανάπτυξη. Όλες λοιπόν οι διεργασίες γίνονται με αποθηκευμένες στις ρίζες και βλαστούς ουσίες (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες και ανόργανα) από το προηγούμενο φθινόπωρο έως σταδιακά τα ώριμα φύλλα να ξεκινήσουν να καλύπτουν τις ανάγκες της βλάστησης και της ανάπτυξης των καρπών με υδατάνθρακες και πρωτεΐνες. Αυτές οι ουσίες είναι ολόκληρα κιλά αποθηκευμένων ουσιών και εδώ έχει σημασία η κατάσταση των δέντρων το προηγούμενο φθινόπωρο έως την πτώση των φύλλων.
Υπάρχουν βέβαια και οπωροφόρα που ανθίζουν σχετικά αργά πάνω στη νέα βλάστηση (καρυδιά, καστανιά, ακτινιδιά, κυδωνιά). Αυτά τα άνθη υποστηρίζονται από την ήδη εκπτυχθείσα βλάστηση, που για την ανάπτυξη της βέβαια χρησιμοποίησε μια ποσότητα αποθηκευμένων ουσιών από την προηγούμενη χρονιά.
Η ανάπτυξη του καρπού ξεκινά με την άνθιση. Καρπός συνήθως θα γίνει ο ύπερος του άνθους, αν η επικονίαση και διπλή γονιμοποίηση προχωρήσουν κανονικά. Στη δενδροκομία λέμε ότι έχουμε επιτυχημένη αρχική καρπόδεση, όταν αρχίσει να διογκώνεται ο ύπερος εμφανώς μακροσκοπικά. Παράλληλα έχουμε την πτώση των αγονιμοποίητων ανθέων. Θα ακολουθήσει τουλάχιστον μία ακόμη πτώση καρπιδίων το Μάιο λόγω ανταγωνισμού μεταξύ των ‘δυνατότερων’ και μεγαλύτερων καρπιδίων και των πιο αδύναμων. Αυτό οφείλεται στην παραγωγή αυξίνης από τα αναπτυσσόμενα σπέρματα που θα εξαχθεί από τους ‘δυνατούς’ καρπούς και θα προκαλέσει την πτώση των αδύναμων που βρίσκονται κοντά. Σε πολλές περιπτώσεις έχουμε αποτυχία στην καρπόδεση, δηλ. είχαμε ικανοποιητικό αριθμό ανθέων αλλά ελάχιστα άνθη αναπτύσσονται σαν καρποί. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε ανοιξιάτικο παγετό (πάγωσε τον ύπερο), σε χαμηλές θερμοκρασίες στην άνθιση (οι επικονιάστριες μέλισσες δεν πετούν, ο γυρεοσωλήνας δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά), σε έλλειψη επικονιαστών εντόμων αλλά και ποικιλιών στα σταυρογονιμοποιούμενα είδη (το τελευταίο θα συνέβαινε κάθε χρόνο και όχι περιοδικά όπως στις άλλες περιπτώσεις), σε έλλειψη βορίου και σε έλλειψη ικανοποιητικού ψύχους το χειμώνα (εδώ θα είχαμε παρατεταμένη άνθιση με πολλά ατελή άνθη).
Η ανάπτυξη του καρπού περιλαμβάνει κύρια κυτταροδιαιρέσεις κατά τις 2-6 εβδομάδες μετά την πλήρη άνθιση (πλήρη άνθιση έχουμε όταν >80% των ανθέων είναι ανθισμένα, τα πρώτα πέταλα πέφτουν από τα δέντρα και υπάρχουν ακόμα μερικά άνθη – <10% – που δεν έχουν ανθίσει, ημερομηνία χρήσιμη που πρέπει να καταγράφεται κάθε έτος για κάθε ποικιλία). Κατόπιν και έως τη συγκομιδή τα υπάρχοντα κύτταρα ουσιαστικά μόνο διογκώνονται. Επομένως κακός καιρός ή κακές συνθήκες καλλιέργειας τις πρώτες εβδομάδες μετά την άνθιση είναι καθοριστικές για την τελική παραγωγή και μέγεθος των καρπών.
Παράλληλα με την ανάπτυξη του καρπού έχουμε και τη βλαστική ανάπτυξη όπου νέοι βλαστοί και φύλλα δημιουργούνται στα φυτά. Με άλλα λόγια η περίοδος μετά την άνθιση είναι η πιο ‘έντονη’ για τα δέντρα και συμβαίνει συνήθως τους μήνες Απρίλιο έως Ιούνιο. Αυτή την περίοδο οι απαιτήσεις σε ανόργανα θρεπτικά, ικανοποιητικές θερμοκρασίες και αρκετή εδαφική υγρασία είναι μεγάλες και έλλειψη τους θα προκαλέσει μείωση στη βλαστική ανάπτυξη αρχικά (γεγονός που συχνά το επιζητούμε και μελετάται συστηματικά για πρακτική εφαρμογή) αλλά και μείωση της ανάπτυξης των καρπών (γεγονός που φυσικά θα έχει αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα του οπωρώνα). Φυσικά αυτή την περίοδο το ριζικό σύστημα επίσης αναπτύσσεται και λειτουργεί έντονα και οποιαδήποτε συνθήκη που παρεμποδίζει τη σωστή λειτουργία του (χαμηλές θερμοκρασίες εδάφους, υπερβολική υγρασία εδάφους ή έλλειψη της, ανεξέλεγκτη ανάπτυξη ζιζανίων) θα έχει αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη των βλαστών και καρπών αλλά μπορεί να καταλήξει και σε ανάπτυξη μυκήτων που προσβάλουν τις αδύναμες ρίζες. Ενέργειες που εκτελούν με προσοχή οι έμπειροι παραγωγοί που σχετίζονται με τα ανωτέρω είναι η περιορισμένη άρδευση, η ορθή διαχείριση των ζιζανίων (εποχή και μέθοδος), η μερική αζωτούχος λίπανση σχετικά όψιμα, μερική κοπή του ριζικού συστήματος και η χαραγή ή δακτυλίωση του κορμού το Μάιο. Με την τελευταία ενέργεια δεν τρέφονται καλά οι ρίζες και δεν στέλνουν πολύ νερό και θρεπτικά για την ανάπτυξη της βλάστησης (κυρίως) για 2-3 εβδομάδες έως ότου επουλωθεί η πληγή, σταματά έτσι η βλάστηση και οι περίσσιοι υδατάνθρακες των φύλλων μετακινούνται στους καρπούς και στη διαμόρφωση περισσότερων ανθοφόρων για την επόμενη χρονιά (δεν κάνουμε δακτυλίωση στα πυρηνόκαρπα). Παρόμοια αποτελέσματα έχουμε και με το κόψιμο ριζών ή την περιορισμένη άρδευση τον Απρίλιο-Μάιο.
Φυσικά την άνοιξη οι κλιματικές συνθήκες είναι συνήθως κατάλληλες (καλές θερμοκρασίες και υψηλή σχετική υγρασία ή συχνές βροχοπτώσεις) αλλά και οι νεαροί ιστοί των φυτού ευαίσθητοι στις προσβολές από ασθένειες αρχικά και έντομα και ακάρεα αργότερα. Οποιαδήποτε ζημιά στα νεαρά φύλλα αλλά και στα άνθη και καρπίδια θα προκαλέσει μείωση της παραγωγής καρπών.
Το καλοκαίρι
Ανάπτυξη καρπών: Απλή σιγμοειδής ή διπλή σιγμοειδής.
Απλή σιγμοειδής στα μήλα: μικρή αρχική ανάπτυξη λόγω κυτταροδιαιρέσεων (για περίπου 1 μήνα), μετά αυξάνεται ο ρυθμός ανάπτυξης του καρπού για αρκετούς μήνες λόγω κύρια διόγκωσης των υπαρχόντων κυττάρων και κοντά στη συγκομιδή μειώνεται ξανά η ανάπτυξη του έως την ωρίμανση.
Διπλή σιγμοειδής στα ροδάκινα και ελιές: αρχικά ταχεία ανάπτυξη του καρπιδίου με κυτταροδιαιρέσεις, με την έναρξη σκλήρυνσης του πυρήνα επιβραδύνεται πολύ η ανάπτυξη του καρπού έως τη λήξη της σκλήρυνσης του πυρήνα. Ακολουθεί ραγδαία ανάπτυξη του καρπού (μόνο διόγκωση των κυττάρων του περικαρπίου, του εδώδιμου δηλαδή μέρους του καρπού) έως την ωρίμανση (δηλ. στην εμπορική ωριμότητα – λίγες μέρες πριν την ωρίμανση – ακόμα αυξάνεται ο καρπός).
Σε πολλά οπωροφόρα, το καλοκαίρι έχουμε την ωρίμανση και συγκομιδή των καρπών ώστε από εκεί και μετά το δέντρο να είναι ‘άδειο’, δηλ. να μην υπάρχουν ‘ καταναλωτές’ για να απορροφήσουν τους παραγόμενους με τη φωτοσύνθεση υδατάνθρακες ή να χρησιμοποιήσουν το άζωτο. Επομένως, θα πρέπει να περιορισθούν αντίστοιχα οι εισροές.
Το πιο καθοριστικό συμβάν τους καλοκαιρινούς μήνες σε όλα τα φυλλοβόλα και στην ελιά είναι η διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών, που θα ανθίσουν την επόμενη χρονιά! Έτσι κάποια στιγμή συνήθως τον Ιούνιο αλλά και αργότερα το καλοκαίρι, οι οφθαλμοί παρουσία περίσσειας υδατανθράκων διαφοροποιούνται και παίρνουν το μήνυμα να γίνουν ανθοφόροι. Αν οι υδατάνθρακες είναι περιορισμένοι, το δέντρο θα δημιουργήσει ελάχιστους ανθοφόρους οφθαλμούς για την επόμενη χρονιά. Αυτό το φαινόμενο καταλήγει στην παρενιαυτοφορία: τη μία χρονιά έχουμε αρκετούς καρπούς και την επόμενη ελάχιστους. Φυσικά η παρενιαυτοφορία συμβαίνει σε όψιμης ωρίμανσης είδη και ποικιλίες και με διαφορετική ένταση. Έτσι στην κερασιά, παρότι οι ροζέτες είναι ημιμόνιμα καρποφόρα όργανα, καθώς οι καρποί συγκομίζονται ή έχουν ωριμάσει τον Ιούνιο, τα ίδια καρποφόρα όργανα, εφόσον τα φύλλα τους είναι υγιή, θα διαφοροποιήσουν ανθοφόρους οφθαλμούς και την επόμενη χρονιά. Αντίθετα, στη μηλιά η καρποφόρος αιχμή πρέπει να θρέφει έως και το Σεπτέμβριο τον καρπό, επομένως σπάνια θα διαφοροποιήσει ανθοφόρο οφθαλμό και για τον επόμενο χρόνο και μόνο αν τα φύλλα της αιχμής είναι υγιή, το αραίωμα γίνει νωρίς αφήνοντας μόνο ένα καρπό στην αιχμή και τα φύλλα φωτίζονται ικανοποιητικά. Δηλ. συνήθως την επόμενη περίοδο θα είναι μόνο βλαστοφόρα αιχμή και με τη συσσώρευση υδατανθράκων θα είναι ικανή να δώσει ένα ‘δυνατό’ μικτό ανθοφόρο οφθαλμό. Στην ελιά το φαινόμενο είναι πιο έντονο και επεκτείνεται σε επίπεδο δέντρου. Όταν αναπτύσσονται πολλοί καρποί, τον Ιούνιο το δέντρο έχει μικρή διαθεσιμότητα υδατανθράκων καθώς όλοι πηγαίνουν στους ταχέως αναπτυσσόμενους καρπούς και δεν διαμορφώνει ανθοφόρους για την επόμενη χρονιά στην πολύ περιορισμένη νέα βλάστηση (προέκταση του καρποφορούντα) που δημιουργείται ελλείψει υδατανθράκων την παρούσα χρονιά. Τέλος, η ροδακινιά, ακόμα και αν ωριμάζει τους καρπούς της τον Αύγουστο, λόγω της εκπληκτικά έντονης ικανότητας βλάστησης έχει τόση πολλή δυναμικότητα παραγωγής υδατανθράκων, που δεν παρουσιάζει το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας. Ας μην ξεχνάμε ότι, στην όψιμης ωρίμανσης ποικιλία, οι καρποί βρίσκονται στο στάδιο της βραδείας ανάπτυξης (σκλήρυνση πυρήνα) για περίπου ένα μήνα κοντά στον Ιούνιο, οπότε υδατάνθρακες περισσεύουν για παραγωγή ανθοφόρων οφθαλμών.
Το καλοκαίρι επίσης έχουμε και το ‘γέμισμα’ των βλαστών. Δηλ., ενώ οι νέοι βλαστοί και οφθαλμοί έφτασαν στο τελικό τους μήκος από τον Ιούνιο (αν κάνουμε σωστά τις καλλιεργητικές εργασίες), το υπόλοιπο καλοκαίρι θα συσσωρεύσουν ξηρά ουσία και θα προετοιμαστούν για το Φθινόπωρο. Η βλάστηση μπορεί να συνεχιστεί και το καλοκαίρι σε καρποφορούντα δέντρα, όταν γίνουν κάποιες λάθος ενέργειες από τον παραγωγό: έντονη αζωτούχος λίπανση το καλοκαίρι σε συνδυασμό με πολύ αρδευτικό νερό και μειωμένη καρποφορία, πρώιμο θερινό κλάδεμα, ζημιά στα φύλλα από ασθένειες και εχθρούς και φυλλόπτωση την άνοιξη και νωρίς το καλοκαίρι. Αυτή η όψιμη βλάστηση δεν προλαβαίνει να ωριμάσει (να συσσωρεύσει ξηρά ουσία όπως ανωτέρω) έως το φθινόπωρο, δεν δημιουργεί συνήθως ανθοφόρους οφθαλμούς, σκιάζει τα σημεία όπου διαφοροποιήθηκαν ανθοφόροι οφθαλμοί (και επομένως μειώνει την ποιότητα του άνθους και του καρπού που θα προκύψει την επόμενη χρονιά) και κινδυνεύει από τους χειμερινούς παγετούς.
Το Φθινόπωρο
Σε πολλά είδη και ποικιλίες έχουμε την ωρίμανση και συγκομιδή των καρπών. Αμέσως μετά, το δέντρο μπαίνει σε φάση συσσώρευσης υδατανθράκων κ.λπ. για τον επερχόμενο χειμώνα.
Αυτή η προετοιμασία για το χειμώνα περιλαμβάνει τη διακοπή οποιασδήποτε ανάπτυξης (μήκος βλαστών) και αλλάζει κατεύθυνση προς τη συσσώρευση ξηράς ουσίας (που κανονικά έχει ήδη ξεκινήσει από το καλοκαίρι) και μετακίνησης από τα γηράσκοντα φύλλα προς τις ρίζες και βλαστούς πολλών υδατοδιαλυτών υδατανθράκων και αζωτούχων ενώσεων (σε μορφή αμινοξέων) μετά την υδρόλυση εντός των φύλλων ποικίλων μακρομορίων. Έτσι τα φύλλα θα γεράσουν και θα έχουν επιστρέψει σημαντικό μέρος των ουσιών που χρησιμοποίησαν κατά τη βλαστική περίοδο για να παράγουν υδατάνθρακες για τους καρπούς και τη βλάστηση της επόμενης άνοιξης. Όταν βλέπουμε τα κίτρινα φύλλα να πέφτουν το φθινόπωρο, είναι προφανές ότι το ‘πράσινο’, δηλ. η χλωροφύλλη και το ένζυμο RUBISCO των σκοτεινών αντιδράσεων της φωτοσύνθεσης στους χλωροπλάστες που μαζί έχουν χρησιμοποιήσει το 80% τουλάχιστον του Ν του φύλλου, έχει υδρολυθεί και μεταφερθεί στο φυτό (κύρια ρίζες και δευτερευόντως βλαστούς και οφθαλμούς) για να χρησιμεύσει στη δόμηση πρωτεϊνών που βοηθούν στο μη πάγωμα των ιστών (heat-shock πρωτεΐνες) και για να δοθεί ξανά για την αρχική βλαστική ανάπτυξη και άνθιση και αρχική ανάπτυξη των καρπών την επόμενη άνοιξη.
Ακολουθεί η φυλλόπτωση και η εντονότερη προετοιμασία για το ψύχος του χειμώνα όπως έχει περιγραφεί αλλού.
Στα εσπεριδοειδή, αν καταπονήθηκαν σημαντικά το καλοκαίρι (δεν ποτίστηκαν αρκετά και το καλοκαίρι ήταν σχετικά ζεστό), και όταν το φθινόπωρο έχουμε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες μέχρι τον Οκτώβριο, παρατηρούμε μια νέα άνθιση. Αυτή οφείλεται στην καταπόνηση του καλοκαιριού που προκαλεί τη δημιουργία νέας βλάστησης και ανθοφορίας το φθινόπωρο, όταν έχουμε παρατεταμένα καλές θερμοκρασίες. Είναι μια φυσιολογική λειτουργία των εσπεριδοειδών και μας είναι χρήσιμη μόνο στην περίπτωση των δίφορων ποικιλιών λεμονιάς, που έτσι θα έχουν νεαρά καρπίδια το φθινόπωρο και χειμώνα και θα ωριμάσουν καρπούς το επόμενο καλοκαίρι.

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΡΠΩΝ
Τις τελευταίες δεκαετίες εφαρμόζονται διάφορα πρότυπα βάσει των οποίων πρέπει να γίνεται η καλλιέργεια κάθε είδους. Αυτά εμπεριέχουν την εφαρμογή των νόμων (π.χ. αυτό το χημικό επιτρέπεται να εφαρμοστεί για κάποιο έντομο έως τόσες ημέρες πριν την ωρίμανση καρπών σε συγκεκριμένο είδος) αλλά και ποικίλες άλλες παραμέτρους που σχετίζονται με την υγεία του παραγωγού και του καταναλωτή, την ποιότητα των καρπών και την προστασία του περιβάλλοντος. Η πιστοποίηση των προϊόντων ότι εφαρμόζουν συγκεκριμένους κανόνες (δες κατωτέρω) αποτελεί προϋπόθεση για να διατεθούν τα φρούτα και λαχανικά σήμερα στην εθνική και διεθνή αγορά, αλλιώς μπορούν να πωληθούν μόνο τοπικά.
Εταιρείες ή μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί ή χώρες και περιοχές εντός μιας χώρας έχουν δημιουργήσει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής κάθε καλλιεργητικής τεχνικής ή εργασίας για την παραγωγή καρπών. Στον κόσμο η GlobalGAP και στην Ελλάδα ο ΟΠΕΓΕΠ έχουν δημιουργήσει γνωστούς εξειδικευμένους κανόνες. Οι παραγωγοί σαν ομάδες με τη βοήθεια εξωτερικών γεωπόνων από εταιρείες συμβούλων διαμορφώνουν τα πρωτόκολλα διαχείρισης του κάθε αντικειμένου (λίπανση, άρδευση, κ.λπ.) και τα πρωτόκολλα διαχείρισης κρίσεων (πλημμύρισε η αποθήκη με τα λιπάσματα, κ.λπ.) για τις ανάγκες τους. Δηλ. λεπτομερής περιγραφή του τι πρέπει να κάνουν και πως. Ο επιβλέπων γεωπόνος της ομάδας φροντίζει να δίνει οδηγίες για την εφαρμογή κάθε ενέργειας εκ μέρους των παραγωγών (πότε θα κάνουν φυλλοδιαγνωστική και πως, τι φυτοφάρμακο θα εφαρμόσουν και πότε, που θα αποθηκεύσουν τα λιπάσματα, κ.λπ.) βάσει των πρωτοκόλλων και να λαμβάνει κάθε έντυπο που αποδεικνύει ότι ο παραγωγός υλοποίησε την οδηγία (τιμολόγιο αγοράς λιπασμάτων, υπογεγραμμένη την οδηγία ψεκασμού για το συγκεκριμένο φυτοφάρμακο τη συγκεκριμένη ημέρα, αποτελέσματα φυλλοδιαγνωστικής, κ.λπ.) και μαζί με άλλα βασικά έντυπα να δημιουργεί φάκελο για κάθε παραγωγό και αγροτεμάχιο. Αυτός ο φάκελος μπορεί να ελεγχθεί από γεωπόνους των εταιρειών ελέγχου που δίνουν το πιστοποιητικό ότι ακολουθήθηκαν οι οδηγίες που περιγράφονταν στα πρωτόκολλα διαχείρισης και τότε οι καρποί θεωρούνται ότι παρήχθησαν με βάση τις αρχές της Ολοκληρωμένης Διαχείρισης και πιστοποιούνται.
Αυτό το σύστημα προφανώς μπορεί να καταλήξει και στην ιχνηλασιμότητα της κάθε παρτίδας προϊόντος αν ακολουθηθεί και μετά τη συγκομιδή κατά τη μετασυλλεκτική μεταχείριση των καρπών έως το ράφι του λιανοπωλητή. Αυτές οι καταγραφές επίσης δίνουν τη δυνατότητα ποικίλων υπολογισμών όπως πόσο άζωτο χρησιμοποιείται ανά εκτάριο, πόσοι ψεκασμοί γίνονται ανά έτος για κάθε εχθρό ή ασθένεια, πόση οργανική ουσία έχουν οι οπωρώνες στο έδαφος, κ.λπ. Αυτά τα στοιχεία είναι και η ουσία της όλης γραφειοκρατικής δουλειάς και βοηθούν στην παρουσίαση της δουλειάς του επιβλέποντος γεωπόνου και των παραγωγών της ομάδας αλλά και στη συνεχή βελτίωση των πρακτικών που επιβάλλεται στην ολοκληρωμένη διαχείριση (π.χ. το 2008 το 80% των οπωρώνων εφάρμοσαν <10 κιλά αζώτου το στρέμμα και το 2011 αυτό το ποσοστό αυξήθηκε στο 95%, το 2008 ο μέσος όρος οργανικής ουσίας στους οπωρώνες από τις εδαφολογικές αναλύσεις ήταν 1,5% και το 2011 έγινε 1,8%, το 2008 το 50% των παραγωγών έκαναν δύο θερινά κλαδέματα και το 2011 το 95% αυτών έκαναν δύο θερινά κλαδέματα, κ.ο.κ.).
Σαν επίλογος, νομίζω ότι είναι προφανές ότι οι γεωπόνοι είναι το δεξί χέρι των παραγωγών αλλά και η δουλειά τους έχει γίνει πολύ λεπτομερής και απαιτεί πρακτικές γνώσεις σε όλα τα πεδία της γεωπονικής επιστήμης, πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο με τη σημερινή σας εμπλοκή στα μαθήματα του Τμήματος. Και να σκεφθείτε ότι αυτές θα είναι οι δουλειές του αύριο για εσάς – το δημόσιο μάλλον
τελείωσε οριστικά. Από την πλευρά μου οτιδήποτε σας παρουσιάζω βασίζεται στις αρχές της ολοκληρωμένης παραγωγής καρπών και όχι πάντα σε αυτές τις πρακτικές που εφαρμόζουν σήμερα οι παραγωγοί και πολλοί γεωπόνοι.
Τέλος, η ολοκληρωμένη διαχείριση δίνει σταδιακά τη θέση της σε άλλες μορφές πιστοποιημένης παραγωγής με περισσότερη έμφαση στο περιβάλλον. Εδώ συμπεριλαμβάνεται και η οργανική γεωργία. Υπάρχουν και τεχνολογίες που προάγουν την εφαρμογή της ολοκληρωμένης διαχείρισης. Στις τελευταίες περιλαμβάνονται η γεωργία ακριβείας με τις μεταβλητές δόσεις εισροών, η ανάλυση των ενεργειακών εισροών – εκροών και η ανάλυση των ισοδυνάμων CO2 που εκλύθηκαν στην ατμόσφαιρα για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος ή τα ισοδύναμα CO2 που δεσμεύτηκαν στο έδαφος ή σε βιομάζα ανά επιχείρηση ή μονάδα επιφάνειας ή μονάδα προϊόντος. Με τη βοήθεια της ανάλυσης εκπομπών και δέσμευσης CO2 έχουμε την παραγωγή κλιματικά ουδέτερων προϊόντων. Με αυτά δεν εκλύεται τελικά CO2 στην ατμόσφαιρα για την παραγωγή και μεταφορά έως το λιανεμπόριο. Εδώ περιλαμβάνεται και η λεγόμενη εταιρική ευθύνη που μπορεί με την κατάλληλη διαφήμιση να προάγει τη διάθεση των προϊόντων και να παράγει με κοινωνική δικαιοσύνη (εταιρεία από την Ολλανδία αγοράζει ανανά από μεγαλοπαραγωγό της Ακτής Ελεφαντοστού και συνάμα προστατεύει ένα τροπικό δάσος κάπου στην κεντρική Αμερική και στέλνει μεταχειρισμένα παπούτσια στο χωριό όπου διαμένουν οι εργάτες της ανανοφυτείας, ανακυκλώνει τα οργανικά σκουπίδια και τα κάνει λίπασμα για την καλλιέργεια ανανά ή σε άλλη περιοχή του κόσμου για να μην καούν, κ.λπ.).
*** Τα επόμενα δέκα κεφάλαια της γενικής δενδροκομίας (εκτός της διαχείρισης των ζιζανίων) τονίζουν απλά τα σημαντικότερα θέματα που πρέπει να προσέξετε και καλύπτονται αναλυτικά από το βιβλίο ή τις σημειώσεις των διαλέξεων και πρέπει να διαβαστούν από εκεί ***

ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ
Στη Δενδροκομία έχουμε τις ποικιλίες και κλώνους. Τελευταία και τις ποικιλίες που ανήκουν σε club (απαγορεύεται η φύτευση τους χωρίς άδεια).
Επίσης χρησιμοποιούμε συνήθως το υποκείμενο, γιατί έχει κάποιες ιδιότητες όπως αντοχή σε διάφορους παράγοντες (ασθένειες και εχθρούς, ψύχος, ξηρασία, κ.λπ.), προκαλεί νανισμό ή βελτίωση της ποιότητας καρπού του εμβολίου και αύξηση της παραγωγικότητας του φυτού.
Το νέο φυτό έχει τις ιδιότητες της ποικιλίας ή κλώνου (εμβόλιο, κόμη) και του υποκειμένου!
Το υποκείμενο προέρχεται από σπόρο (εσπεριδοειδή, ελιά, καρυδιά) ή μόσχευμα (χειμερινό ή θερινό) ή ιστοκαλλιέργεια (όλα τα κλωνικά υποκείμενα γιγαρτοκάρπων και πυρηνοκάρπων σήμερα από τα οργανωμένα φυτώρια).
Η ανάπτυξη του υποκειμένου απαιτεί μια ολόκληρη βλαστική περίοδο στο φυτώριο. Εποχή εμβολιασμού, εμβολιοφόρους βλαστούς, εμβολιασμός.
Κοιμώμενα φυτά: ο εμβολιασμός γίνεται τον Αύγουστο και πουλιούνται αμέσως, τον ίδιο Οκτώβριο-Νοέμβριο. Ανεπτυγμένο φυτό: ο εμβολιασμός γίνεται τον Αύγουστο, το εμβόλιο εκβλαστάνει στο φυτώριο την επόμενη άνοιξη, το εμβόλιο αναπτύσσεται έως τον επόμενο Οκτώβριο και τότε το φυτό πουλιέται. Ημιανεπτυγμένο φυτό: το υποκείμενο αναπτύσσεται γρήγορα έως τον Ιούνιο (μισή βλαστική περίοδο), εμβολιάζεται με την ποικιλία τον Ιούνιο και εκβλαστάνει σύντομα μετά, ώστε να αναπτυχθεί μερικά έως τον Οκτώβριο που πουλιέται.
Παραδείγματα για απόκτηση εμπειρίας (πότε και τι;):
S ελιά από φυλλοφόρο μόσχευμα ^ ελιά με εμβολιασμό σε σπορόφυτο ^ ελιά με εμβολιασμό σε αγριελιά
S ροδακινιά εμβολιασμένη σε υποκείμενο GF677 από χειμερινό μόσχευμα ή από ιστοκαλλιέργεια
S καρυδιά εμβολιασμένη σε σπορόφυτο καρυδιάς.
ΣΧΕΔΙΑΣΗ – ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΟΠΩΡΩΝΑ
Εκλογή Θέσης (πως αποφασίζουμε που θα φυτέψουμε)
Κλίμα: θερμοκρασία, ηλιοφάνεια, βροχοπτώσεις, άνεμος, χαλάζι Έδαφος
Έκθεση αγροτεμαχίου (νότια, βόρεια)
Κοινωνικοοικονομικές δυνατότητες (εργατικά χέρια, συσκευαστήρια, ψυγεία, εργοστάσια, μεταφορά)
Εκλογή Ποικιλίας: Προσαρμοστικότητα, παραγωγικότητα, εμπορικά χαρακτηριστικά Εκλογή Υποκειμένου: Ιδιότητες, ανάγκες, διαθεσιμότητα Μέγεθος οπωρώνα – Σύστημα καλλιέργειας

Σύστημα Φύτευσης
Τετράγωνα (1000/α2), σε γραμμές (1000/α*β), ρόμβους (1000/0,86α2), ισουψείς, αναβαθμίδες.

Παραδείγματα:

α) φύτευση σε τετράγωνα με απόσταση μεταξύ των δέντρων 5 m (το α ανωτέρω), τότε 40 δέντρα το στρέμμα,

β) φύτευση σε γραμμές με 2 m πάνω στη γραμμή φυτό από φυτό (το α) και 5 m μεταξύ των γραμμών (το β), τότε 100 δέντρα το στρέμμα. Προσοχή: η απόσταση των σειρών πρέπει να είναι μεγαλύτερη τουλάχιστον κατά 1/3 του τελικού ύψους του δέντρου (όταν τα δέντρα γίνουν 2,5 μ ψηλά, τότε η απόσταση μεταξύ των σειρών πρέπει να είναι >3,3 μ) και πρέπει να μπορεί να κινηθεί το φαρδύτερο διαθέσιμο όχημα του παραγωγού μετά την πλήρη ανάπτυξη της κόμης.
Γυρεοδότρια ποικιλία, συνήθως 12% των δέντρων ή 1 φυτό επικονιαστής ανά 8 δέντρα κύριας ποικιλίας, αν απαιτείται επικονιαστής.
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
1. Προετοιμασία εδάφους (αποφυγή βαθιάς άροσης, επανειλημμένες αναμοχλεύσεις και αφαιρέσεις φυτικών μερών προηγούμενης ‘μολυσμένης’ καλλιέργειας
2. Επαναφύτευση (όταν εκριζώνουμε ένα οπωρώνα και επαναφυτεύουμε το ίδιο χωράφι). Προβλήματα (κόπωση εδάφους από τοξίνες, ασθένειες, νηματώδεις και εξάντληση θρεπτικών)
Αντιμετώπιση (ανθεκτικά υποκείμενα, απολύμανση ή σπορά ετησίων για μερικά έτη, δες στη μηλιά και ροδακινιά)
3. Χάραξη – Σήμανση θέσεων
4. Προμήθεια δενδρυλλίων (καλύτερα να έχει κλειστεί συμφωνία από την προηγούμενη χρονιά με σωστό φυτώριο)
5. Εποχή φύτευσης (Νοέμβριο σε ζεστές περιοχές, Φεβρουάριο – Μάρτιο σε ψυχρές περιοχές όπου υπάρχει κίνδυνος δυνατών παγετών το χειμώνα)
6. Φύτευση. Οι οπές πρέπει να ανοίγονται μήνες πριν για να ηλιοαπολυμανθεί σχετικά το έδαφος ή, συχνά πια στον κόσμο, δεν ανοίγονται οπές αλλά με ειδικό αυλακωτήρα φυτεύονται τα δέντρα στην επιφάνεια του εδάφους με τη δημιουργία αναχώματος, δηλ. δημιουργείται ένα ‘σαμάρι’ πάνω στο οποίο φυτεύονται τα δέντρα. Το ανάχωμα χρησιμοποιείται συχνά στις φυτεύσεις για την προστασία του λαιμού και των ριζών του δέντρου από εδαφογενείς ασθένειες, αλλά η αντιμετώπιση των ζιζανίων πρέπει να γίνει τα επόμενα χρόνια μόνο με χημικά ζιζανιοκτόνα ή εδαφοκάλυψη ή, πολύ δύσκολα, με χειροκίνητα χορτοκοπτικά.
7. Φροντίδες μετά (άμεση διαμόρφωση, προστασία από εχθρούς και ασθένειες)
8. Συγκαλλιέργεια – Ενδιάμεσες φυτεύσεις. Μπορεί να γίνει φύτευση διπλάσιου αριθμού δέντρων επί της γραμμής από την τελική απόσταση των δέντρων με σκοπό τη συγκομιδή περισσότερων καρπών τα πρώτα χρόνια του οπωρώνα και, μετά από 4¬
6 έτη, να αφαιρεθεί κάθε δεύτερο δέντρο επί της σειράς. Δεν γίνεται συχνά αυτό λόγω υψηλού κόστους εγκατάστασης. Συγκαλλιέργεια με λαχανικά ή φυτά μεγάλης καλλιέργειας είναι συχνή και φέρει κάποιο εισόδημα τα πρώτα έτη στον παραγωγό. Τα συγκαλλιεργούμενα φυτά δεν πρέπει να φυτεύονται κοντά στη σειρά των δέντρων και μεγαλύτερες ποσότητες νερού πρέπει να χορηγούνται στον οπωρώνα. Άριστα φυτά για συγκαλλιέργεια είναι αυτά που δεν μεταφέρουν ασθένειες που βλάπτουν και τα δέντρα: κρεμμύδι, σκόρδο, καλαμπόκι, σταυρανθή. Συγκαλλιέργειες που λειτουργούν σε μικρούς οπωρώνες είναι μια σειρά ελιές σε μεγάλο ύψος να προστατεύουν (από τον άνεμο) δύο σειρές εσπεριδοειδών, και εναλλάξ μια σειρά ελιές και μια σειρά αμπέλι. Δεν επιτρέπονται για συγκαλλιέργεια ντομάτες, πεπονοειδή, βαμβάκι.
ΑΡΑΙΩΜΑ ΚΑΡΠΩΝ
Γιατί; Γίνεται για να μειωθεί το φορτίο καρπών στο δέντρο (μείωση σπασιμάτων βραχιόνων, βελτίωση ποιότητας υπόλοιπων, μείωση παρενιαυτοφορίας). Δύσκολο να εφαρμοστεί στα μικρόκαρπα είδη.
Πως; Γίνεται με το χέρι (παντού στην Ελλάδα), με μηχανικούς δονητές (σπάνια στα πυρηνόκαρπα σε άλλες χώρες) και με χημικά αραιωτικά (NAA, κυτοκινίνες, κ.λπ.) σε άλλες χώρες του κόσμου κύρια στα γιγαρτόκαρπα, ελάχιστα στην Ελλάδα.
Πότε; Το χημικό γίνεται στην πλήρη άνθιση (Sevin, απαγορεύτηκε στην Ευρώπη, άλλα καυστικά διαθέσιμα) ή λίγες μέρες μετά (ΝΑΑ, 10-15 ΗΜΠΑ ή κυτοκινίνη πιο πρόσφατα και πολύ αποτελεσματικά) στα μήλα και αχλάδια. Το αραίωμα με το χέρι πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατό, αλλά είναι πιο δύσκολο με τα μικρού μεγέθους καρπίδια και το θερινό κλάδεμα πρέπει να γίνει αργότερα χωριστά με επιπλέον ημερομίσθια.
Πόσο; Ανάλογα τη ζωηρότητα του δέντρου (πιο ζωηρή, πιο πολλούς καρπούς), το τελικό μέγεθος καρπού που ζητά η αγορά (πιο μεγάλους θέλει η αγορά, πιο λίγους αφήνουμε στο δέντρο), την πρωιμότητα της ποικιλίας (πιο πρώιμη ωρίμανση, πιο λίγους καρπούς αφήνουμε), την ευαισθησία στην παρενιαυτοφορία (ευαίσθητη ποικιλία, νωρίς έντονη αραίωση όταν πολλοί καρποί), τη θέση του βραχίονα ή υποβραχίονα (πιο ψηλά στο δέντρο, πιο πυκνά αφήνουμε καρπούς).

ΚΛΑΔΕΜΑ – ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΔΕΝΤΡΟΥ
Φύτευση Νέου Οπωρώνα
Με κοιμώμενα, ημιανεπτυγμένα, ανεπτυγμένα φυτά ή με ‘έτοιμα’ φυτά (είναι τα φυτά με εμβόλιο ανεπτυγμένο για 1-2 έτη που έχουν αρκετούς υγιείς κατάλληλα ανεπτυγμένους σε μήκος και οριζοντιωμένους πλάγιους βλαστούς ή, με απλά λόγια, είναι τα φυτά που έχουν ήδη τη διαμόρφωση που επιθυμούμε, υπάρχουν στην Ελλάδα για μηλιά, αχλαδιά και κερασιά).
Αρχικό κλάδεμα τα πρώτα έτη: πρέπει να γίνεται ελάχιστο, αφαιρούμε τους βλαστούς που βρίσκονται σε λάθος θέση και, σε μερικά είδη, αφαιρούμε τους πιο δυνατούς και κατακόρυφα αναπτυσσόμενους και αφήνουμε τους περισσότερους πλάγιους ‘ήρεμους’ οριζοντιωμένους.
Κλάδεμα
Το κλάδεμα γιατί γίνεται; Μόρφωσης: Διαμόρφωση δέντρου στο χώρο που του δίνεται, στο ύψος που επιθυμούμε, στο σχήμα που επιθυμούμε, βασικά τα πρώτα χρόνια από τη φύτευση. Καρποφορίας: για τοποθέτηση των καρποφόρων οργάνων ή καρποφόρων θέσεων στο χώρο ώστε να μην έχουμε υπερβολική άνθιση και καρποφορία ή ελάχιστη άνθιση και καρποφορία και να κρατήσουμε μια ισορροπία μεταξύ βλάστησης και καρποφορίας.
Τύποι κλαδέματος: Χειμερινό κλάδεμα, θερινό κλάδεμα, κλάδεμα ελιάς, κλάδεμα για μείωση παρενιαυτοφορίας, κλάδεμα μετά από ζημιογόνο παγετό. Βραχύ ή μακρύ κλάδεμα, απάλειψη ή βράχυνση ή ‘τακούνι’.
Κλάδεμα με το χέρι, μηχανικό κλάδεμα, χημικό ‘κλάδεμα’ με παρεμποδιστές της δράσης της γιββεριλίνης, που προκαλούν πιο κοντούς ετήσιους με μικρά μεσογονάτια διαστήματα (επιτρέπεται σήμερα η δραστική ουσία Prohexadione-Ca).
Διαμόρφωση δέντρου
Για τοποθέτηση καρποφόρων θέσεων στο χώρο και καλή χρήση του φωτός και χώρου που αναλογεί σε κάθε δέντρο στον οπωρώνα. Το ‘αδύνατο να πετύχουμε?!’ άριστο: να συλλέξουμε όλο το φως που πέφτει σε μια επιφάνεια του οπωρώνα με την ελάχιστη φυλλική επιφάνεια (συνήθως δείκτη φυλλικής επιφάνειας ίσο με 3).
Σχήματα που χρησιμοποιούνται στον κόσμο: σφαίρα, θάμνος, κύπελλο, παλμέτα, ελεύθερη παλμέτα, κεντρικός άξονας (διάφορες μορφές στον κόσμο και το πιο εκτεταμένο σχήμα διαμόρφωσης σε άλλες χώρες για τα φυλλοβόλα), Ύψιλον σχήματα με 2 ή 4 βραχίονες, bi-baum (διπλός κεντρικός άξονας επί της γραμμής), διπλός κεντρικός άξονας κάθετα στη γραμμή, φύτευση των φυτών πλάγια εναλλάξ πάνω στη γραμμή και δημιουργία δύο φυτικών τοιχών κατά μήκος της γραμμής. Η δημιουργία μορφών στη μηλιά, αχλαδιά και κερασιά δεν τελειώνει και αλλάζει συνεχώς λόγω των νάνων ποικιλιών και των νάνων υποκειμένων.
ΑΡΔΕΥΣΗ ΟΠΩΡΩΝΑ
Γιατί αρδεύουμε;
– Για να πετύχουμε καλύτερη ποσοτικά και ποιοτικά παραγωγή.
– Για μακρά παραγωγική ζωή του οπωρώνα (!?).
– Για πιο κανονική παραγωγή από χρονιά σε χρονιά (φύλλα που λειτουργούν καλά – με ανοικτά στομάτια πολλές ώρες της ημέρας, παράγουν πολλούς υδατάνθρακες για τους αναπτυσσόμενους καρπούς και τους ανθοφόρους οφθαλμούς της επόμενης χρονιάς).
– Για να έχουμε αποτελεσματικότερη χρήση των θρεπτικών στοιχείων που εφαρμόζουμε (ιδιαίτερα με την υδρολίπανση, που είναι πολύ εκτεταμένη στα οπωροφόρα).
Τρόποι εφαρμογής νερού: κατάκλυση (όπου έχουμε σχετικά επίπεδο έδαφος και νερό χωρίς χρηματικό κόστος, αλλά το περιβαλλοντικό κόστος είναι απίθανα υψηλό), αυλάκια (σε νεαρά δέντρα τα πρώτα 1-2 έτη από τη φύτευση πριν την εγκατάσταση του μόνιμου συστήματος άρδευσης), καταιωνισμό με μεγάλα μπεκ πάνω από τα δέντρα (για μείωση θερμοκρασίας καρπών και επομένως μείωση ηλιοκαύματος, για μείωση θερμοκρασίας φύλλων και αυξημένη φωτοσύνθεση, για μείωση ζημιών από εχθρούς όπως την ψύλλα στην αχλαδιά, για βελτίωση του κόκκινου επιχρώματος στα κόκκινα μήλα, για προστασία από παγετούς αλλά με τεράστιες απώλειες του αρδευτικού νερού στην ατμόσφαιρα με την εξάτμιση) ή ατομικά μπεκ κάτω από τα δέντρα (για άρδευση μεγάλης σχετικά επιφάνειας του εδάφους κάτω από την κόμη, δροσίζεται το μικροπεριβάλλον του οπωρώνα, αλλά βρέχεται συνήθως ο κορμός με αρνητικές συνέπειες στην υγεία του), στάγδην (επίγεια, υπερυψωμένη, υπόγεια), που είναι και ο οικονομικότερος τρόπος άρδευσης όσον αφορά τις ποσότητες νερού, αλλά είναι ο ακριβότερος για εγκατάσταση και λειτουργία και πρέπει να χρησιμοποιείται πολύ τακτικά (έως και κάθε ημέρα άρδευση στις μηλιές το καλοκαίρι). Επίγεια στάγδην άρδευση είναι η πιο απλή μορφή στάγδην με το σωλήνα άρδευσης πάνω στο έδαφος κατά μήκος της γραμμής των δέντρων. Με αυτό το σύστημα δεν μπορούμε να κάνουμε μηχανική κοπή των ζιζανίων εύκολα πάνω στη γραμμή και τα πουλιά τρυπούν τους σωλήνες, οπότε οι σταλακτηφόροι σωλήνες χρειάζονται συχνή επίβλεψη και επισκευή. Υπερυψωμένη στάγδην άρδευση (δέσιμο του σωλήνα στο πρώτο σύρμα του συστήματος υποστήριξης ή από δέντρο σε δέντρο) γίνεται για να μην παρεμποδίζουν οι σωλήνες τη μηχανική ζιζανιοκτονία. Υπόγεια στάγδην άρδευση είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος άρδευσης (δεν εξατμίζεται νερό, δεν φυτρώνουν ζιζάνια στη στεγνή επιφάνεια του εδάφους και δεν παρεμποδίζονται οι καλλιεργητικές εργασίες), αλλά είναι ακριβή και δύσκολη η εγκατάσταση και επισκευή ζημιών στους σωλήνες που έχουμε από τους τυφλοπόντικες ή τη συχνή εισροή ριζών εντός των σταλακτών μειώνοντας ή εμποδίζοντας τη ροή του νερού (αποφράσσονται με κατάλληλα χημικά). Προσοχή, επειδή μέχρι τώρα ελάχιστοι δίνουν σημασία στη χρήση του, η χρήση νερού για άρδευση μπαίνει σε νέα πρότυπα σύντομα με τις οδηγίες που ισχύουν στην Ευρώπη από το 2000 και πιο πρόσφατα, όπου πρέπει να δικαιολογείται η χρήση του νερού από κάθε παραγωγό και για κάθε καλλιέργεια και θα τιμολογείται σύντομα η χρήση του (φοβάμαι) πολύ ακριβά.
Πρέπει να μετράμε και υπολογίζουμε τις ανάγκες της καλλιέργειας(;), ή τη διαθεσιμότητα νερού στο έδαφος ή την κατανάλωση νερού από την καλλιέργεια ή από κάτι σχετικό (χλοοτάπητα, εξατμισοδιαπνοή αναφοράς). Πρέπει να εφαρμόζουμε νερό διαφορετικά ανάλογα την κάθε φάση της καλλιέργειας κατά τη βλαστική περίοδο (περισσότερο νερό όταν οι καρποί είναι παρόντες και αναπτύσσονται γρήγορα και όταν έχουμε αρκετά ζιζάνια και λιγότερο όταν οι καρποί συγκομιστούν ή δεν υπάρχουν ή η βλάστηση είναι πολύ έντονη).
Μετρήσεις εδαφικής υγρασίας με αγωγιμόμετρο (φθηνά) ή άλλα ακριβά και μεγαλύτερης ακρίβειας όργανα.
Μετρήσεις χρήσης νερού από την καλλιέργεια: μετεωρολογικά δεδομένα, δείκτη καλλιέργειας, υπολογισμοί. Αντίδραση καλλιέργειας στην καταπόνηση από έλλειψη νερού, ώστε να εφαρμόζουμε λιγότερο νερό από τις ανάγκες του δέντρου. Γενικά, όταν έχουμε μικρή καταπόνηση του δέντρου (εδώ είναι η μαγκιά του έμπειρου γεωπόνου), τότε επηρεάζεται αρνητικά η βλάστηση (σταματά, πράγμα που συνήθως επιθυμούμε) και δεν επηρεάζεται η ανάπτυξη των καρπών.
Ποιότητα αρδευτικού νερού (χαμηλή ποιότητα όταν περιέχει νάτριο και χλώριο, ή βόριο, ή ασβέστιο): μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη των ευαίσθητων οπωροφόρων αλλά και τη δομή και υγεία του εδάφους.
Αποτελεσματικότητα γρήσης νερού: κάποτε πρέπει να την κατανοήσουμε και να την υπολογίζουμε. Παρουσιάζεται με διαφορετικούς τρόπους (κλασικά είναι πόσο νερό χρησιμοποίησε η καλλιέργεια σε σχέση με αυτό που χορηγήσαμε), αλλά βασικά είναι το πόσο νερό χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή μιας μονάδας εμπορεύσιμων καρπών. Σε αυτή την έκφραση στηρίζεται και η οικονομικότητα χρήσης του νερού και η κοστολόγηση του σύντομα.
ΛΙΠΑΝΣΗ ΟΠΩΡΩΝΑ
Γιατί λιπαίνουμε; Διατήρηση γονιμότητας εδάφους, καλύτερη ποιότητα και ποσότητα καρπών, σταθερή παραγωγή ανά έτος.
Που βρίσκεται το κάθε στοιχείο (Ν, Ρ, Κ, Ca, κ.λπ) μέσα στο φυτό;
Πως μετρούνται οι ανάγκες των οπωροφόρων; Εδαφολογική ανάλυση (βλέπουμε συνήθως τι έχει το έδαφος διαθέσιμο για τα φυτά αυτή τη στιγμή), φυλλοδιαγνωστική
20
(ο καλύτερος τρόπος ελέγχου των αναγκών του φυτού και της ‘κρυμμένης πείνας’ του), παρατήρηση συμπτωμάτων έλλειψης στοιχείων πάνω στο φυτό (τραγικά αργά για ένα γεωπόνο ή επαγγελματία αγρότη), ανάλογα τις εκροές κα εισροές θρεπτικών (ολιστική προσέγγιση για ‘ψαγμένους’ γεωπόνους).
Τι λιπάσματα χρησιμοποιούμε; Απλά (περιέχουν μόνο ένα κύριο στοιχείο, π.χ. θειική αμμωνία) ή σύνθετα (τουλάχιστον δύο κύρια στοιχεία, π.χ. φωσφορική αμμωνία ή 11¬15-15), βασικά (διαλύονται αργά με την εδαφική υγρασία, εφαρμόζονται αργά το χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη) ή υδατοδιαλυτά (σε κρυσταλλική μορφή, για διαφυλλικούς ψεκασμούς και για την υδρολίπανση) ή διαφυλλικά (συμπυκνωμένα για διάλυση μικρών ποσοτήτων στο ψεκαστικό δοχείο).
Πότε λιπαίνουμε; Όταν έχει μεγάλες απαιτήσεις η καλλιέργεια και όταν θα είναι ο άριστος συνδυασμός εποχής εφαρμογής και εποχής διαθεσιμότητας στο φυτό και υψηλής απορρόφησης από το φυτό. Γενικά μεγάλες απαιτήσεις σε Ν όταν έχουμε έντονη βλάστηση και μεγάλες απαιτήσεις σε Κ όταν έχουμε μεγάλη παραγωγή και ρυθμό ανάπτυξης των καρπών.
Πως λιπαίνουμε; Με το χέρι (στα πεταχτά συνήθως κάτω από την κόμη των δέντρων ή πάνω στη γραμμή τα βασικά λιπάσματα), με το λιπασματοδιανομέα (πρέπει να κατευθύνουμε το λίπασμα πάνω στη γραμμή ή κάτω από την κόμη), με υδρολίπανση (η πιο αποτελεσματική εφαρμογή), με τους ψεκασμούς.