Αρχείο | Μάιος 2014

Πως φυτεύονται τα δέντρα

Εάν θέλεις να φυτεύσεις δέντρα το Φθινόπωρο καλό είναι να έχεις τους λάκκους σκαμμένους από τον Ιούλιο ή έστω τον Αύγουστο, να είναι ο καθένας τρία πόδια βαθύς και τέσσερα πλατύς, για να κάψει το χώμα ο ήλιος. Και ας είναι ο λάκκος επάνω στενός και κάτω πλατύτερος για να απλώσουν οι ρίζες γρηγορότερα.

 

Και όταν θέλεις να φυτεύσεις το δέντρο, γέμισε νωρίτερα το λάκκο άχυρα και κάψε τα εκεί μέσα. Με αυτόν τον τρόπο κάνεις δύο καλά, πρώτον καις τον τόπο τριγύρω και δεύτερον το άχυρο ωφελεί πολύ το δέντρο.
Τότε άλειψε τις ρίζες και το όρθιο ξύλο του δέντρου με χολή βοδιού για να μην το τρώνε τα σκουλήκια.

 

Έπειτα αφού το φυτεύσεις, πρώτα βάλτου κάμποσο χώμα επιφανειακό που να το έχει δουλέψει η ψύχρα και ο ήλιος και με αυτό σκέπασε όλες τις ρίζες και πάτησέ το. Έπειτα έχε κοπριά καλή ενός χρόνου χωνεμένη, γιατί αν είναι πολύ καιρού έχει ξεθυμάνει και δεν ενεργεί. Και με αυτήν ανακάτωσε το υπόλοιπο χώμα και σκέπασε το φυτό έως επάνω. Πάτησε το χώμα καλά έως τη μέση του λάκκου και από εκεί και πάνω λιγότερο. Το δέντρο ας είναι καλά χωμένο με το κοπρόχωμα, για να μην ξεπαγιάσει από τα χιόνια και πάει χαμένος ο κόπος σου. Για αυτό είπαμε να βάζεις την κοπριά, γιατί έχει δύο ενέργειες, δίνει ενέργεια στο δέντρο και βγάζει προκομμένο βλαστάρια και με την ζέστη της το φυλάει από το κρύο. Και για να μην το κάψει είπαμε να βάζεις ανακατωμένη με το χώμα και τότε δεν βλάπτεται.
Γύρω από το φυτό μπήξε καλάμια ή πικροδάφνες για να μην φάνε τα ζώα αυτό που φαίνεται. Ο καιρός που φυτεύονται είναι μετά τον Οκτώβριο έως τις αρχές του Δεκεμβρίου, μα να μην είναι το φεγγάρι γεμάτο, γιατί τότε όλα τα δέντρα γεννούν σκωλήκια και φθείρονται.

Πηγή: Γεωπονικόν-Αγάπιου μοναχού του Κρητός

Μελάνωση καστανιάς

α. Χαρακτηριστικά

Είναι η πιο διαδεδομένη και ίσως η πιο επιζήμια από τις ασθένειες της καστανιάς στην χώρα μας. Το παθογόνο αίτιο είναι οι μύκητες Phytophthora cinnamomi και Phytophthora Cambivora (Perti) Buis.

Η μόλυνση γίνεται συνήθως από τα ριζικά τριχίδια αλλά στη συνέχεια το παθογόνο εισχωρεί σιγά – σιγά προς τον λαιμό του δέντρου προσβάλλοντας διαδοχικά τον φλοιό ολοένα και μεγαλύτερων ριζών για να καταλήξει στην βάση του κορμού όπου συνήθως εμφανίζεται το τυπικό έλκος της ασθένειας. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι η καταστροφή του καμβίου, η αναστολή της κατά πάχος αύξησης των ριζών, το σχίσιμο του φλοιού και η εκροή χυμού από τα έλκη των γυμνών τμημάτων των κεντρικών ριζών και της βάσης του κορμού, ο οποίος (χυμός) λόγω οξείδωσης των τανινών που περιέχει παίρνει ένα μαύρο χρώμα (από αυτό και η ονομασία μελάνωση). Τα έλκη έχουν συνήθως ανώμαλη περίμετρο και ακανόνιστο σχήμα.

Αρχικά περιορίζονται στην μια πλευρά του κορμού ενώ σε προχωρημένο στάδιο μπορεί να περιβάλουν όλο τον κορμό. Τα συμπτώματα της προσβολής στο υπέργειο τμήμα του δέντρου εκφράζονται με μια προοδευτική ξήρανση της κόμης. Η πρώτη ορατή εκδήλωση της ασθένειας είναι η κλαίουσα εμφάνιση των φύλλων (ιδιαίτερα σε περίοδο ξηρασίας) που δίνουν μια πολύ χαρακτηριστική μορφή στο δέντρο καθώς αποκαλύπτουν τους αχινούς, οι οποίοι, όπως βρίσκονται στην κορυφή των βλαστών, διαγράφονται πολύ έντονα στον ουρανό. Στην συνέχεια τα φύλλα κιτρινίζουν ελαφρά αλλά ποτέ δεν πέφτουν. Την επόμενη άνοιξη πολλοί βλαστοί εμφανίζονται νεκροί. Τα επόμενα χρόνια ξεραίνονται διαδοχικά ολοένα και περισσότεροι μέχρι να έρθει και ο θάνατος του δέντρου. Κατά την διάρκεια της βλάστησης τα φύλλα ποτέ δεν κιτρινίζουν έντονα και πολύ περισσότερο ποτέ δεν αποξηραίνονται όπως συμβαίνει με την Endothia.

Η ασθένεια συνήθως εξελίσσεται αργά και μέχρι να εκδηλωθούν τα συμπτώματα περνούν πολλά χρόνια (μέχρι και 10 χρόνια). Στην πραγματικότητα ο μύκητας προχωρεί προσβάλλοντας τις ρίζες μόνο όταν οι συνθήκες υγρασίας είναι ευνοϊκές (βροχερές χρονιές). Επειδή το φυτό κατά τις χρονιές αυτές δεν αντιμετωπίζει έλλειψη υγρασίας, τα συμπτώματα της προσβολής δεν είναι ορατά στο υπέργειο τμήμα του. Αντίθετα τα συμπτώματα είναι πολύ έντονα κατά την διάρκεια ξηρών χρόνων.

Έρευνες πάνω στον τρόπο προσβολής και την αντίσταση της καστανιάς στη μόλυνση, έδειξαν τα ακόλουθα:

–  Κατά την διάρκεια του χειμώνα κάθε καστανιά είναι ευαίσθητη ανεξάρτητα από είδος και ποικιλία.

–  Κατά την διάρκεια της βλάστησης, αντίθετα, όλες οι καστανιές είναι ανθεκτικές.

–   Κατά την διάρκεια του χειμώνα, λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών, δεν παρουσιάζονται προσβολές από φυτόφθορα.

–   Οι προσβολές εμφανίζονται μόλις αρχίσουν να ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες κατά τα τέλη του χειμώνα. Τότε δραστηριοποιείται ο μύκητας και προσβάλει το κοιμώμενο ακόμα φυτό.

–  Την άνοιξη, με την έναρξη της βλάστησης, τα φυτά που είναι γενετικώς ευαίσθητα αδυνατούν να απομονώσουν την αρχική μόλυνση με αποτέλεσμα οι προσβολές να επεκτείνονται και ο θάνατος να επέρχεται σε λίγα χρόνια. Τα γενετικώς ανθεκτικά φυτά αντιδρούν αμέσως και σχηματίζουν φελλόδερμα απομονώνοντας έτσι την αρχική προσβολή του μύκητα.

β. Καταπολέμηση

Για την θεραπεία της ασθένειας όταν έχει πια εκδηλωθεί, κανένα μέτρο δεν είναι αποτελεσματικό.

Συνιστάται όμως για την διατήρηση της παραγωγικότητας των δέντρων, μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων, το ξελάκκωμα του φυτού, η αποκάλυψη του λαιμού και των κυρίων ριζών κατά τις αρχές του χειμώνα, και το πότισμα των δέντρων με διάλυμα οξυχλωριούχου χαλκού ή βορδιγάλειου πολτού 5%.

Αν η προσβολή είναι σοβαρή επιβάλλεται η άμεση εκρίζωση του δέντρου, η καύση των ριζών, η απολύμανση του γύρου χώρου με βορδιγάλειο πολτό και η αποφυγή επαναφύτευσης στην ίδια θέση για τουλάχιστον ένα χρόνο.

Επειδή η ασθένεια ευνοείτε σε υγρά κακώς αποστραγγιζόμενα εδάφη, οι νέες φυτείες θα πρέπει να γίνονται σε αγρούς που δεν συγκρατούν υπερβολική υγρασία, να αποφεύγεται το πότισμα με κατάκλιση (μεταδίδεται με το παρασυρόμενο νερό) ή θα πρέπει να κατασκευαστεί αποστραγγιστικό δίκτυο. Τα τελευταία χρόνια οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της ασθένειας, προσανατόλισαν τις έρευνες προς νέες κατευθύνσεις και κυρίως για την εξεύρεση τρόπων βιολογικής αντιμετώπισης της. Οι δύο πιο ενδιαφέρουσες από αυτές τις έρευνες αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της μελάνωσης με τους εξής τρόπους:

–   Με τη διατάραξη της μικροβιακής χλωρίδας του μολυσμένου εδάφους ώστε να ευνοηθεί η ανάπτυξη άλλων μικροοργανισμών (μη παθογόνων) που ανταγωνίζονται έντονα και παρεμποδίζουν την δραστηριότητα του παθογόνου. Η διατάραξη αυτή επιτυγχάνεται με την προσθήκη ορισμένων ουσιών (π.χ. μηδικάλευρο) στο έδαφος, σε ορισμένες περιπτώσεις έδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα.

-Με την χρησιμοποίηση μυκορριζών. Οι μυκόρριζες είναι μύκητες του εδάφους που συμβιώνουν με τις ρίζες πολλών φυτών. Ήδη από πολλά χρόνια οι Αμερικάνοι και οι Γάλλοι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όταν οι ρίζες των φυτών καλύπτονταν από το μυκήλιο των μυκόρριζων δεν παρουσιάζονταν προσβολές από τα είδη της φυτόφθορας. Οι έρευνες που ακολούθησαν έδειξαν ότι η προστατευτική δράση των μυκορριζών εκδηλώνεται με τους ακόλουθους τρόπους:

–  Το μυκηλιακό περιτύλιγμα της ρίζας παίζει ρόλο διαφράγματος και δεν επιτρέπει στο παράσιτο να έρθει σε επαφή με την ρίζα.

–  Οι μυκόριζες εκκρίνουν ουσίες που είτε ευνοούν την ανταγωνιστική δράση άλλων μη παθογόνων μικροοργανισμών είτε είναι τοξικές για την φυτόφθορα.

-Η συμβίωση με τη μυκόρριζα προκαλεί την παραγωγή από το ίδιο το φυτό, τοξικών για το παράσιτο ουσιών.

Δρ. Λιονάκης Σπύρος – Καραδήμας Σταύρος

 

Αυτή η καταχώρηση δημοσιεύτηκε στις 30 Μαΐου, 2014, σε Uncategorized.

Η επίδραση του ήλιου στα δέντρα

ΗΛΙΑΚΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ

Ο ήλιος προσφέρει την απαραίτητη ενέργεια για τη φωτοσύνθεση και θέρμανση του οπωρώνα. Δευτερευόντως είναι συχνά απαραίτητος για τη δημιουργία επιχρώματος (κόκκινο χρώμα φλοιού) σε καρπούς (ποιοτικό και θρεπτικό στοιχείο) και τη διαφοροποίηση ανθοφόρων οφθαλμών για την επόμενη χρονιά (ουσιαστικά η ηλιακή ακτινοβολία μέσω της φωτοσύνθεσης παράγει υδατάνθρακες και η επάρκεια αυτών συγκεκριμένη εποχή για κάθε είδος βοηθά στη διαμόρφωση περισσότερων ανθοφόρων οφθαλμών και μείωση του φαινομένου της παρενιαυτοφορίας). Βέβαια η υψηλή ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει υπερβολική αύξηση της θερμοκρασίας στα εκτιθέμενα φυτικά μέρη (κύρια φύλλα, καρπούς, φλοιό κορμού νεαρών δέντρων, και, σε περιπτώσεις έντονου κλαδέματος, όλο το φυτικό σκελετό) και ζημιές από ηλιόκαυμα, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας τους σε νερό και της υψηλής θερμοχωρητικότητας του νερού.

Σκίαση από αντιχαλαζικά δίχτυα πάνω από τις σειρές των δέντρων, βάψιμο των κορμών (ή και βραχιόνων αν είναι εκτεθειμένοι) με ασβέστη ή λευκό πλαστικό χρώμα, εφαρμογή καολίνη (ορυκτού σε υδρόφιλη μορφή για ψεκασμό του φυλλώματος), ψεκασμός των δέντρων με νερό κατά τις θερμές ώρες της ημέρας με μπεκ τοποθετημένα πάνω από την κόμη, και σωστή διαμόρφωση και κλάδεμα, ώστε η νέα βλάστηση να προστατεύει τους καρπούς (ιδιαίτερα στα νάνα δέντρα μηλιάς και αχλαδιάς που σήμερα επεκτείνονται), είναι μέθοδοι που μειώνουν το ηλιόκαυμα ή ανακλούν μέρος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας και μειώνουν τη θέρμανση του δέντρου και σαν αποτέλεσμα μειώνουν και τη χρήση νερού και την καταπόνηση που δέχεται αυτό.

Οι εδαφικές απαιτήσεις της καστανιάς και η λίπανση της

Έδαφος

Αμμώδες ή αμμοπηλώδες, ηφαιστειογενές και καλής αποστράγγισης, pH=4.5 – 6.5. Απαλλαγμένο από Ca.


Πότισμα 
Ανάγκη σε νερό ιδιαίτερα κατά την νεαρά τους ηλικία και σε εποχή παρατεταμένης ξηρασίας. 

 

 

Λίπανση 
Απαιτητική σε Ν. Χορήγηση ανάλογα με την ηλικίααρχή -1η δόση 50 gr/δένδρο κάθε χρόνο από 15 Μάρτη έως 15 Απρίλη. 
Από τον 6ο χρόνο λίπανση με Ν, Ρ, Κ. 
Ν: 27-36 kg NaNO3/στρεμ. (9-12 μονάδες/στρεμ) 
Ρ: 30-45 kg υπερ-φωσφορικού (super 25)/στρεμ(6-9) 
K:18-24 kg KCl ή KS /στρεμ.(9-12) 

Παραδοσιακοί τρόποι συντήρησης κάστανων

100_47611Από τους παραδοσιακούς τρόπους συντήρησης οι συνηθέστεροι είναι:

α. Παράχωση σε άμμο ή σε κριθάρι

Τα κάστανα στην περίπτωση αυτή τοποθετούνται σε εναλλασσόμενες σειρές ξηρής άμμου ή κριθαριού, μέσα σε κιβώτια και φυλάσσονται σε ψυχρό και ξηρό μέρος. Είναι ο χειρότερος τρόπος συντήρησης διότι σε διάστημα 2 μηνών οι απώλειες ξεπερνούν το 50 %. Εφαρμόζεται σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας για μικροποσότητες που πρόκειται να καταναλωθούν σύντομα.

β. Εναπόθεση κατά σωρούς

Τα κάστανα όπως είναι μέσα στους αχινούς, συγκεντρώνονται σε σωρούς ύψους 0,5-1μ. και στη συνέχεια καλύπτονται με φύλλα φτέρης, κλαδίσκους και πιεσμένο χώμα ώστε να δημιουργηθούν αναερόβιες συνθήκες. Στο αναερόβιο αυτό περιβάλλον αναπτύσσονται γαλακτοβάκιλλοι οι οποίοι σύντομα δημιουργούν ελαφρώς όξινο περιβάλλον στους καρπούς και παρεμποδίζουν την ανάπτυξη των παθογόνων μυκήτων. Με το τρόπο αυτό που κυρίως χρησιμοποιείται στις όψιμες ποικιλίες (καθώς και σε αυτές που οι αχινοί τους δεν ανοίγουν ), τα κάστανα μπορούν να συντηρηθούν χωρίς μεγάλες απώλειες για 2-3 μήνες ανάλογα με την πορεία των χαμηλών θερμοκρασιών .

γ. Ξήρανση

Ο τρόπος αυτός εφαρμοζόταν άλλοτε σε μεγάλη κλίμακα (κυρίως κατά τη διάρκεια του πολέμου) και εξακολουθεί να εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της Ιταλίας και της Γαλλίας.(Garessio, Guneo, Κορσική). Τα κάστανα τοποθετούνται πάνω σε ένα διάτρητο δάπεδο κάτω από το οποίο ανάβεται φωτιά, δυνατή στην αρχή και χαμηλή αλλά σταθερή στη συνέχεια. Κατά τη συνέχεια της αποξήρανσης που διαρκεί ένα μήνα περίπου, τα κάστανα αναδεύονται καθημερινά. Στην συνέχεια αποφλοιώνονται με κατάλληλες μηχανές, συσκευάζονται σε σάκους και φέρονται στο εμπόριο με το όνομα <λευκά κάστανα> (Castangebianche). Το προϊόν έχει υγρασία λιγότερο από 10% και χρησιμοποιείται είτε σαν ξηρός καρπός είτε (συνήθως) για παρασκευή φαρίνας.

δ. Διαβροχή

Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται σε πολύ μεγάλη κλίμακα στην Ιταλία και συνιστάται στο βύθισμα των καστάνων μέσα σε νερό θερμοκρασίας περιβάλλοντος για 7-9 ημέρες. Για τη διαβροχή χρησιμοποιούνται κοινά βαρέλια (ξύλινα) μέσα στα οποία τα κάστανα βυθίζονται τελείως .Μετά την διαβροχή οι καρποί απλώνονται σε λεπτό στρώμα και ανακατεύονται καθημερινά μέχρι να στεγνώσουν τελείως. Στην συνέχεια αποθηκεύονται σε ψυχρές αποθήκες όπου, εφόσον η θερμοκρασία δεν ανέρχεται πάνω από 10 oC, μπορούν να συντηρηθούν σε σχετικά καλή κατάσταση μέχρι το Φεβρουάριο.

Καραδήμας Σταύρος