Μελάνωση καστανιάς

α. Χαρακτηριστικά

Είναι η πιο διαδεδομένη και ίσως η πιο επιζήμια από τις ασθένειες της καστανιάς στην χώρα μας. Το παθογόνο αίτιο είναι οι μύκητες Phytophthora cinnamomi και Phytophthora Cambivora (Perti) Buis.

Η μόλυνση γίνεται συνήθως από τα ριζικά τριχίδια αλλά στη συνέχεια το παθογόνο εισχωρεί σιγά – σιγά προς τον λαιμό του δέντρου προσβάλλοντας διαδοχικά τον φλοιό ολοένα και μεγαλύτερων ριζών για να καταλήξει στην βάση του κορμού όπου συνήθως εμφανίζεται το τυπικό έλκος της ασθένειας. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι η καταστροφή του καμβίου, η αναστολή της κατά πάχος αύξησης των ριζών, το σχίσιμο του φλοιού και η εκροή χυμού από τα έλκη των γυμνών τμημάτων των κεντρικών ριζών και της βάσης του κορμού, ο οποίος (χυμός) λόγω οξείδωσης των τανινών που περιέχει παίρνει ένα μαύρο χρώμα (από αυτό και η ονομασία μελάνωση). Τα έλκη έχουν συνήθως ανώμαλη περίμετρο και ακανόνιστο σχήμα.

Αρχικά περιορίζονται στην μια πλευρά του κορμού ενώ σε προχωρημένο στάδιο μπορεί να περιβάλουν όλο τον κορμό. Τα συμπτώματα της προσβολής στο υπέργειο τμήμα του δέντρου εκφράζονται με μια προοδευτική ξήρανση της κόμης. Η πρώτη ορατή εκδήλωση της ασθένειας είναι η κλαίουσα εμφάνιση των φύλλων (ιδιαίτερα σε περίοδο ξηρασίας) που δίνουν μια πολύ χαρακτηριστική μορφή στο δέντρο καθώς αποκαλύπτουν τους αχινούς, οι οποίοι, όπως βρίσκονται στην κορυφή των βλαστών, διαγράφονται πολύ έντονα στον ουρανό. Στην συνέχεια τα φύλλα κιτρινίζουν ελαφρά αλλά ποτέ δεν πέφτουν. Την επόμενη άνοιξη πολλοί βλαστοί εμφανίζονται νεκροί. Τα επόμενα χρόνια ξεραίνονται διαδοχικά ολοένα και περισσότεροι μέχρι να έρθει και ο θάνατος του δέντρου. Κατά την διάρκεια της βλάστησης τα φύλλα ποτέ δεν κιτρινίζουν έντονα και πολύ περισσότερο ποτέ δεν αποξηραίνονται όπως συμβαίνει με την Endothia.

Η ασθένεια συνήθως εξελίσσεται αργά και μέχρι να εκδηλωθούν τα συμπτώματα περνούν πολλά χρόνια (μέχρι και 10 χρόνια). Στην πραγματικότητα ο μύκητας προχωρεί προσβάλλοντας τις ρίζες μόνο όταν οι συνθήκες υγρασίας είναι ευνοϊκές (βροχερές χρονιές). Επειδή το φυτό κατά τις χρονιές αυτές δεν αντιμετωπίζει έλλειψη υγρασίας, τα συμπτώματα της προσβολής δεν είναι ορατά στο υπέργειο τμήμα του. Αντίθετα τα συμπτώματα είναι πολύ έντονα κατά την διάρκεια ξηρών χρόνων.

Έρευνες πάνω στον τρόπο προσβολής και την αντίσταση της καστανιάς στη μόλυνση, έδειξαν τα ακόλουθα:

–  Κατά την διάρκεια του χειμώνα κάθε καστανιά είναι ευαίσθητη ανεξάρτητα από είδος και ποικιλία.

–  Κατά την διάρκεια της βλάστησης, αντίθετα, όλες οι καστανιές είναι ανθεκτικές.

–   Κατά την διάρκεια του χειμώνα, λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών, δεν παρουσιάζονται προσβολές από φυτόφθορα.

–   Οι προσβολές εμφανίζονται μόλις αρχίσουν να ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες κατά τα τέλη του χειμώνα. Τότε δραστηριοποιείται ο μύκητας και προσβάλει το κοιμώμενο ακόμα φυτό.

–  Την άνοιξη, με την έναρξη της βλάστησης, τα φυτά που είναι γενετικώς ευαίσθητα αδυνατούν να απομονώσουν την αρχική μόλυνση με αποτέλεσμα οι προσβολές να επεκτείνονται και ο θάνατος να επέρχεται σε λίγα χρόνια. Τα γενετικώς ανθεκτικά φυτά αντιδρούν αμέσως και σχηματίζουν φελλόδερμα απομονώνοντας έτσι την αρχική προσβολή του μύκητα.

β. Καταπολέμηση

Για την θεραπεία της ασθένειας όταν έχει πια εκδηλωθεί, κανένα μέτρο δεν είναι αποτελεσματικό.

Συνιστάται όμως για την διατήρηση της παραγωγικότητας των δέντρων, μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων, το ξελάκκωμα του φυτού, η αποκάλυψη του λαιμού και των κυρίων ριζών κατά τις αρχές του χειμώνα, και το πότισμα των δέντρων με διάλυμα οξυχλωριούχου χαλκού ή βορδιγάλειου πολτού 5%.

Αν η προσβολή είναι σοβαρή επιβάλλεται η άμεση εκρίζωση του δέντρου, η καύση των ριζών, η απολύμανση του γύρου χώρου με βορδιγάλειο πολτό και η αποφυγή επαναφύτευσης στην ίδια θέση για τουλάχιστον ένα χρόνο.

Επειδή η ασθένεια ευνοείτε σε υγρά κακώς αποστραγγιζόμενα εδάφη, οι νέες φυτείες θα πρέπει να γίνονται σε αγρούς που δεν συγκρατούν υπερβολική υγρασία, να αποφεύγεται το πότισμα με κατάκλιση (μεταδίδεται με το παρασυρόμενο νερό) ή θα πρέπει να κατασκευαστεί αποστραγγιστικό δίκτυο. Τα τελευταία χρόνια οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της ασθένειας, προσανατόλισαν τις έρευνες προς νέες κατευθύνσεις και κυρίως για την εξεύρεση τρόπων βιολογικής αντιμετώπισης της. Οι δύο πιο ενδιαφέρουσες από αυτές τις έρευνες αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της μελάνωσης με τους εξής τρόπους:

–   Με τη διατάραξη της μικροβιακής χλωρίδας του μολυσμένου εδάφους ώστε να ευνοηθεί η ανάπτυξη άλλων μικροοργανισμών (μη παθογόνων) που ανταγωνίζονται έντονα και παρεμποδίζουν την δραστηριότητα του παθογόνου. Η διατάραξη αυτή επιτυγχάνεται με την προσθήκη ορισμένων ουσιών (π.χ. μηδικάλευρο) στο έδαφος, σε ορισμένες περιπτώσεις έδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα.

-Με την χρησιμοποίηση μυκορριζών. Οι μυκόρριζες είναι μύκητες του εδάφους που συμβιώνουν με τις ρίζες πολλών φυτών. Ήδη από πολλά χρόνια οι Αμερικάνοι και οι Γάλλοι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όταν οι ρίζες των φυτών καλύπτονταν από το μυκήλιο των μυκόρριζων δεν παρουσιάζονταν προσβολές από τα είδη της φυτόφθορας. Οι έρευνες που ακολούθησαν έδειξαν ότι η προστατευτική δράση των μυκορριζών εκδηλώνεται με τους ακόλουθους τρόπους:

–  Το μυκηλιακό περιτύλιγμα της ρίζας παίζει ρόλο διαφράγματος και δεν επιτρέπει στο παράσιτο να έρθει σε επαφή με την ρίζα.

–  Οι μυκόριζες εκκρίνουν ουσίες που είτε ευνοούν την ανταγωνιστική δράση άλλων μη παθογόνων μικροοργανισμών είτε είναι τοξικές για την φυτόφθορα.

-Η συμβίωση με τη μυκόρριζα προκαλεί την παραγωγή από το ίδιο το φυτό, τοξικών για το παράσιτο ουσιών.

Δρ. Λιονάκης Σπύρος – Καραδήμας Σταύρος

 

Αυτή η καταχώρηση δημοσιεύτηκε στις 30 Μαΐου, 2014, σε Uncategorized. Βάλτε σελιδοδείκτη στο σύνδεσμο.