Ποσοστά καρπόδεσης καρυδιάς

αρχείο λήψηςΑπό τα άνθη που φέρει ένα δένδρο ορισμένα μόνο εξελίσσονται σε καρπούς. Ο αριθμός καρπών που παράγεται από 100 άνθη ή ταξιανθίες χαρακτηρίζεται ως ποσοστό καρπόδεσης. Το ποσοστό καρπόδεσης αποτελεί το μέτρο σύγκρισης και αξιολόγησης πειραματικών αποτελεσμάτων που προκύπτουν κατά τη μελέτη των παραγόντων που επηρεάζουν την καρπόδεση.

Η καρπόδεση χαρακτηρίζεται ως αρχική ή τελική. Αρχική είναι η καρπόδεση που υπολογίζεται αμεσως μετά την πτώση των αγονιμοποίητων ανθέων. Τελική είναι η καρπόδεση που βασίζεται στον αριθμό καρπών που παραμένει μετά το τελευταίο κύμα καρπόπτωσης ή που συγκομίζονται. Βεβαίως, η τελική καρπόδεση είναι εκείνη που ενδιαφέρει αλλά επειδή αυτή μπορεί να επηρεασθεί από πολλούς παράγοντες, που δεν συμμετέχουν στην αρχική διεργασία σχηματισμού των σπερμάτων και του καρπού, καλό είναι σε πειράματα για τον προσδιορισμό της επίδρασης ενός παράγοντα στην καρπόδεση να υπολογίζεται τόσο η αρχική όσο και η τελική.

Το επιθυμητό ποσοστό καρπόδεσης διαφέρει από είδος σε είδος και από ποικιλία σε ποικιλία (βλέπε ενδεικτικά παραδείγματα στο τέλος του άρθρου). Εξαρτάται από τον αριθμό ανθέων που φέρει το οπωροφόρο καθώς και το μέγεθος των καρπών. Γενικά σε οπωροφόρα που παράγουν καρπούς μεγάλου μεγέθους όπως μηλιά, αχλαδιά, ροδακινιά, ακόμη και σχετικά χαμηλό ποσοστό καρπόδεσης (2-20%) είναι αρκετό για ικανοποιητική παραγωγή. Αντίθετα σε οπωροφόρα που παράγουν καρπούς μικρού μεγέθους όπως κερασιά, βυσσινιά, αμυγδαλιά, καρυδιά το επιθυμητό ποσοστό καρπόδεσης είναι πολύ υψηλότερο.

Η επίτευξη του επιθυμητού ποσοστού καρπόδεσης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, και βεβαίως προϋποθέτει την ύπαρξη πληθώρας ανθέων. Εφόσον τα άνθη δεν έχουν υποστεί ζημία εξαιτίας παγετού, κάποιου εντόμου ή οποιασδήποτε άλλης αιτίας για να παράγουν καρπούς θα πρέπει να έχουν πλήρως αναπτυγμένα αρσενικά όργανα, τα οποία παράγουν γόνιμη γύρη καθώς και θηλυκά όργανα ικανά να γόνιμοποιηθούν.

Συνήθη ποσοστά καρπόδεσης

ΚΑΡΥΔΙΑ 50-100%

ΜΗΛΙΑ  2-8 %

ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ 20-80%

πηγή: Ειδική Δενδροκομία, Μ. Βασιλακάκης