Αρχείο

Προϋποθέσεις εγκατάστασης καστανεώνα (β΄ μέρος)

Β. ΚΛΙΜΑ

Σε γενικές γραμμές οι περισσότερες ποικιλίες καστανιάς έχουν μειωμένη προσαρμοστική ικανότητα δηλαδή δίνουν μικρότερες αποδόσεις έξω από τη ζώνη καλλιέργειας τους. Αυτός όμως ο γενικός κανόνας δεν ισχύει πάντοτε, διότι αποδείχτηκε πολλές φορές ότι αυτή η έλλειψη προσαρμογής και η μειωμένη καρποφορία μιας ποικιλίας οφειλόταν σε τελείως διαφορετικούς παράγοντες όπως η ελλιπής θρέψη και άρδευση, ο διαφορετικός προσανατολισμός της περιοχής ή η ελλιπής επικονίαση. Στην πραγματικότητα η προσαρμοστική ικανότητα μιας ποικιλίας σε μια ευρεία κλιματική περιοχή είναι συνάρτηση των ηλιοθερμικών απαιτήσεων της.

Συνέχεια

Κλάδεµα καστανιάς, κλάδεμα διαμόρφωσης, κλάδεμα καρποφορίας

Το κλάδεµα είναι το Α και το Ω στις δενδροκοµικές καλλιέργειες. Μία από τις πιο σηµαντικές εργασίες, που ποτέ δεν θα πρέπει να αµελούνται ή να υποτιµούνται. Με το κλάδεµα εξασφαλίζουµε την ταχύτερη δυνατή ανάπτυξη του, το επιθυµητό σχήµα του δέντρου, την γρήγορη είσοδο στην καρποφορία, την συνεχή και εξασφαλισµένη καρποφορία, το µεγάλο µέγεθος των καρπών, την αποφυγή ασθενειών και εντόµων (καλός αερισµός της κόµης), διευκολύνεται η κίνηση των µηχανηµάτων (για την εκτέλεση των καλλιεργητικών εργασιών και της µηχανικής συλλογής).

Πως διατηρούνται τα φρούτα

Πως διατηρούνται τα αχλάδια
Πισσώνουμε το κάτω μέρος από τα αχλάδια και τα κρεμάμε. Άλλοι βάζουν τα αχλάδια μέσα σε πήλινο αγγείο μαζί με λίγο αλάτι και χύνουν από πάνω πετιμέζι ή μούστο ή κρασί μέχρι να γεμίσει. Άλλοι τα διατηρούν χωμένα μέσα σε πριονίδια. Μερικοί τα τυλίγουν σε φύλλα ξερά από καρυδιά.Και άλλοι τα χώνουν μέσα σε τσίπουρα από γλυκό κρασί και χωριστά το ένα από το άλλο. Συνέχεια

Η καστανιά (χαρακτηριστικά και είδη της)

Αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό η καστανιά ανήκει στην τάξη των Φηγωδών και στην οικογένεια των Φηγοειδών με 12 είδη φυλλοβόλων, αιωνόβιων μεγάλων δέντρων ιθαγενή των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου.
Η καστανιά είναι πανάρχαιο δέντρο όπως αποδεικνύεται από διάφορα ευρήματα της εποχής του Χαλκού. Ήταν η τροφή των φτωχών το μεσαίωνα.

Η άρδευση της καστανιάς

Διαβάστε εδώ

Η συντήρηση των φρούτων

Διαβάστε εδώ

Κάστανα στην κατάψυξη

Διαβάστε εδώ

Συντήρηση κάστανου

Διαβάστε εδώ

Έντομα και μύκητες στην καστανιά

Η καστανιά στη χώρα μας αναπτύσσεται σχεδόν σε όλη την έκταση της ηπειρωτικής Ελλάδας, από τους Νομούς Ξάνθης, Δράμας, Πέλλας και Ιωαννίνων έως και την Πελοπόννησο. Στη νησιωτική Ελλάδα εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στη Λέσβο και την Κρήτη, σε πληθυσμούς που εμφανίζουν ιδιαίτερα φαινολογικά χαρακτηριστικά. Η ευρεία εξάπλωση του φυλλοβόλου αυτού δέντρου οφείλεται σε μια πλειάδα χαρακτηριστικών του, που κατέστησαν την καστανιά ιδιαίτερα επιθυμητή σε καλλιέργειες. Τα δύο πιο σημαντικά χαρακτηριστικά είναι ο εξαιρετικός καρπός της και το πολύτιμο ξύλο της.

Το κάστανο είναι τροφή υψηλής διατροφικής αξίας, στοιχείο που έγινε από πολύ νωρίς αντιληπτό όπως μας καταμαρτυρούν ιστορικά στοιχεία. Παράλληλα με τον καρπό, το ξύλο της καστανιάς είναι ιδιαίτερα πολύτιμο και χρησιμοποιούμενο ως πρώτη ύλη μας έχει δώσει υπέροχα παραδείγματα αρχιτεκτονικής στο Πήλιο και το Άγιο Όρος. Τέλος, πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η καστανιά κατατάσσεται ανάμεσα στα 4 – 5 πλέον επιθυμητά δέντρα από τους μελισσοκόμους, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι μέλισσες που βοσκούν και σε καστανιές εμφανίζουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, δημιουργούν πολυάριθμα σμήνη, που συντελούν σε αυξημένη παραγωγή μελιού.

Η καστανιά προσβάλλεται από μύκητες και έντομα που μπορούν να υποβαθμίσουν τα δέντρα, να ελαχιστοποιήσουν την παραγωγή, και ακόμη να τη νεκρώσουν. Μια από τις καταστρεπτικότερες ασθένειες της καστανιάς είναι η ασθένεια του έλκους.

Η ασθένεια αυτή προκαλείται από τον μύκητα Cryphonectria parasitica, ο οποίος εισέρχεται στο δέντρο κυρίως από πληγές του φλοιού και γενικότερα από σημεία στα οποία ο φλοιός εμφανίζει ασυνέχειες. Στα σημεία προσβολής ο μύκητας προκαλεί έλκη τα οποία νεκρώνουν κλαδιά και τον κορμό.

Ο μύκητας Cryphonectria parasitica εντοπίστηκε για πρώτη φορά στο Πήλιο το 1963. Σήμερα έχει εξαπλωθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια.

Η πλέον ενδεδειγμένη και αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης της ασθένειας του έλκους της καστανιάς η βιολογική καταπολέμηση που βασίζεται σε μυκητικούς εμβολιασμούς αριθμού προσβεβλημένων δέντρων με υπομολυσματικά στελέχη του ίδιου μύκητα. Με τον τρόπο αυτό, ανακόπτεται αρχικά η εξάπλωση του παθογόνου μύκητα, ενώ μετά, σε σύντομο χρονικό διάστημα ξεκινάει η επούλωση των ελκών, έχοντας ως τελικό αποτέλεσμα τη πλήρη θεραπεία των δέντρων.

Η δεύτερη σημαντική ασθένεια της καστανιάς είναι η μελάνωση.

Αυτή προκαλείται στην Ελλάδα από το μύκητα Phytophthora cambivora ο οποίος προσβάλλει τις ρίζες.

Σε περιπτώσεις έντονων προσβολών τα δέντρα νεκρώνονται. Ιδιαίτερα υγρές περιοχές ή υπερβολική άρδευση από τον Μάϊο και μετά ευνοούν την εκδήλωση της μελάνωσης.

Η καστανιά προσβάλλεται και από έντομα ιδιαίτερα όταν εγκαθίσταται σε περιοχές με ακατάλληλο έδαφος. Μια ομάδα εντόμων, που προκαλούν απώλεια σε ποσοστό μέχρι και 20% της ετήσιας παραγωγής κάστανου είναι σήμερα γνωστά ως καρπόκαψα.

Τα έντομα αυτά προσβάλλουν τους καρπούς της καστανιάς, μέσα στους οποίους αναπτύσσονται οι λάρβες τους κατατρώγοντας το εσωτερικό τους. Όμως, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν τέσσερα διαφορετικά έντομα που περιγράφονται με τον όρο καρπόκαψα, τα εγκεκριμένα εντομοκτόνα εστιάζουν στην καταπολέμηση μόνο του ενός από αυτά του Cydia splendana, το οποίο είναι εύκολα αναγνωρίσιμο από το ρόδινο χρώμα του. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας όμως, μια εκ των οποίων είναι και η Κρήτη, δεν είναι αυτό το έντομο που προκαλεί τις μεγαλύτερες καταστροφές στα κάστανα, αλλά ένα άλλο που είναι γνωστό με το ελληνικό όνομα «ελέφας» (Curculio elephas) λόγω του μεγάλου ρύγχους του. Η λάρβα του, που βρίσκεται μέσα στα κάστανα έχει χαρακτηριστικό σχήμα και άσπρο χρώμα . Είναι εμφανές λοιπόν ότι η περιορισμένη γνώση μας σχετικά με την εξάπλωση κάθε ενός από τα έντομα που περιγράφονται με το γενικό όρο καρπόκαψα, οδηγεί πολλές φορές σε λανθασμένες επιλογές αντιμετώπισης καθώς κάθε ένα από αυτά τα έντομα απαιτεί την εφαρμογή συγκεκριμένης εντομοκτόνου ουσίας αλλά και τρόπου και περιόδου ψεκασμού.

Τη μελέτη της βιολογικής καταπολέμησης του έλκους της καστανιάς στην Ελλάδα έχει αναλάβει το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών της Θεσσαλονίκης, ενώ την εφαρμογή η Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος.

Το Έργο που χρηματοδοτείται από το Γ’ ΚΠΣ Μέτρο 6.3 έχει ως στόχο την καταπολέμηση της ασθένειας και την εξυγίανση των ήδη προσβεβλημένων δέντρων καστανιάς. Η καταπολέμηση έχει εφαρμοσθεί σε 17 Νομούς της χώρας ενώ άλλοι 11 Νομοί (μεταξύ αυτών και ο Νομός Χανίων) έχουν ενταχθεί στο ΕΣΠΑ 2007 – 2013. Παράλληλα με τη μελέτη της βιολογικής καταπολέμησης του έλκους της καστανιάς, μελετώνται και τα καρποφάγα έντομα ώστε να διευκρινιστεί ποιο είναι τελικά το έντομο που προκαλεί τη μέγιστη προσβολή στα κάστανα ανά περιοχή. Μόνο μετά από μια τέτοια μελέτη θα καταστεί εφικτή μια καθολικά αποτελεσματική αντιμετώπιση των εντόμων αυτών που σήμερα περιγράφονται με το γενικό όρο καρπόκαψα.

Γράφουν οι δρες Στέφανος Διαμαντής και Δημήτριος Ν. Αβτζής

Βιολογική καταπολέμηση του έλκους της καστανιάς

Υλοποιείται από τη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης & Προστασίας Δασών & Φ. Π. σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ και χρηματοδοτείται από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα “Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006”

Δρ Στέφανος Διαμαντής, Τακτικός Ερευνητής Δρ Χαρίκλεια Περλέρου, Δασολόγος-Φυτοπαθολόγος

Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

Η ασθένεια του έλκους της καστανιάς έχει πλέον εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα και προκαλεί σοβαρές απώλειες στο φυτικό κεφάλαιο πολλών καλλιεργητών καστανιάς. Σοβαρές νεκρώσεις προκαλεί και σε δημόσια, κοινοτικά και ιδιωτικά πρεμνοφυή καστανοδάση τα οποία παράγουν πολύτιμη ξυλεία καστανιάς.

Το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ εμπλέκεται στην καταπολέμηση της ασθένειας από το 1988 όταν για πρώτη φορά η ασθένεια εντοπίσθηκε στα πολύτιμα καστανοδάση του Αγίου Όρους. Το Εργαστήριο Δασι-κής Παθολογίας επικέντρωσε την έρευνα στη βιολογική καταπολέμηση της ασθένειας με τη χρήση ιού του γένους Hypovirus με διπλή περιέλιξη RNA (ds-RNA). Η βελτιωμένη τεχνική που αναπτύχθηκε εφαρμόσθηκε στα 70.000 στρέμ. καστανοδασών του Αγίου Όρους την περίοδο 1998-2000 με αποτέλεσμα την εξάλειψη της ασθένειας.

Το έλκος της καστανιάς, ως εκτατική ασθένεια, ήταν αναμενόμενο ότι θα εξαπλωνόταν σε όλη τη χώρα παρ’ όλες τις ενημερωτικές διαλέξεις που έγιναν σε διάφορες περιοχές (Γρίβα και Καστανερή Ν. Κιλκίς, Άγιο Πέτρο, Άστρος και Ασέα Ν. Αρκαδίας, Αρτεμίσιο Ν. Μεσσηνίας, Ζαγορά και Τσαγκαράδα Ν. Μαγνησίας, Άγιο Γεώργιο Ν. Φθιώτιδας, Χαλκίδα, Δαμασκηνιά Ν. Κοζάνης κ.ά.). Έτσι, μεθοδευμένα και συστηματικά από το 1995 δημιουργήθηκε η επιστημονική υποδομή για την εφαρμογή της βιολογικής καταπολέμησης σε εθνικό επίπεδο. Αρχικά χαρτογραφήθηκε η ασθένεια σε όλη την Ελλάδα και στη συνέχεια αναγνωρίσθηκαν και χαρτογραφήθηκαν οι τύποι βλαστικής συμβατότητας (vc types) του παθογόνου μύκητα Cryphonectria ( συν. Endothia) parasitica ο οποίος και προκαλεί την ασθένεια.

Για την αποφυγή λαθών που έγιναν ιδιαίτερα στη Γαλλία και Ιταλία, το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών υπέβαλε το 1999 πρόταση προς τη Γενική Διεύθυνση Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος του τότε Υπουργείου Γεωργίας για την ένταξη ενός έργου εθνικής εμβέλειας στο Γ’ ΚΠΣ με στό-χο την εξεύρεση της αναγκαίας χρηματοδότησης για την εφαρμογή της βιολογικής καταπολέμησης σε όλη τη χώρα.

Η πρόταση έγινε αποδεκτή και το έργο με τίτλο « Εκπόνηση Μελέτης και Εκτέλεση των Προβλεπόμενων από αυτήν Έργων για την Καταπολέμηση της Ασθένειας του Έλκους της Καστανιάς» εντάχθηκε στο Μέτρο 6.3 – Δράση Α’ του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης και Ανασυγκρότησης της Υπαίθρου 2000-2006.

Το καλοκαίρι του 2006 συντάχθηκε η σχετική μελέτη από το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών ενώ το Δεκέμβριο έγινε η οριστική της παραλαβή από τον Τελικό Δικαιούχο που εί-ναι η Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης & Προστασίας Δασών & Φυσικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων. Σύμφωνα με τη μελέτη η καταπο-λέμηση θα εφαρμοσθεί σε 17 νομούς της χώρας (Καβάλας, Δράμας, Θεσσαλονίκης, Πέλλας, Κιλκίς, Πιερίας, Λάρι-σας, Καρδίτσας, Ιωαννίνων, Άρτας, Φθιώτιδας, Εύβοιας, Ευρυτανίας, Αιτωλοακαρνανίας, Αρκαδίας, Λακωνίας και Μεσσηνίας). Παρόμοιο πρόγραμμα που εφαρμόζεται στο Ν. Χαλκιδικής από το 2005, χρηματοδοτείται από το ΠΕΠ της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.

Η εφαρμογή της καταπολέμησης στο ύπαιθρο γίνεται με την περιμετρική στα έλκη τοποθέτηση μυκητικής πάστας (μυκητικού εμβολίου) η οποία περιέχει τον ιό σε 2-3 δένδρα/στρέμ./χρόνο. Ο ιός προσβάλλει τον παθογόνο μύκητα και τον καθιστά υποπαθογόνο. Διασπείρεται με φυσικούς μηχανισμούς με αποτέλεσμα τη συνολική ύφεση της ασθένειας. Η εργασία υπαίθρου γίνεται από εξειδικευμένα συνεργεία που επικεφαλής τους είναι δασολόγος ή δασοπόνος, αρχίζει δε στις 15 Μαΐου και ολοκληρώνεται στο τέλος Ιουλίου. Την προμήθεια της κατάλληλης συμβατής μυκητικής πάστας για όλους του νομούς αναλαμβάνει το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών σύμφωνα με το χάρτη τύπων βλαστικής συμβατότητας του παθογόνου μύκητα. Το έργο βιολογικής καταπολέμησης θα ολοκληρωθεί σε τρία χρόνια, 2007, 2008 και 2009. Σύμφωνα πάντα με τη μελέτη θα τοποθετηθούν συνολικά 3 εκατ. μυκητικά εμβόλια με συνολική δαπάνη 4,7 εκατ. €.

Οι καστανοπαραγωγοί δεν επιβαρύνονται οικονομικά. Η Πολιτεία αναλαμβάνει όλο το κόστος της καταπολέμησης ενθαρρύνοντας τους διασκορπισμένους σε ορεινά χωριά παραγωγούς να επανέλθουν στην καλλιέργεια της καστανιάς. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που στη χώρα μας εφαρμόζεται κάποια ευεργετική πολιτική για τους καστανοκαλλιεργητές.

Πρόκειται για ένα γιγάντιο έργο και η επιτυχία του θα εξασφαλισθεί μόνο με τη συνεργασία των Υπηρεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, των αναδόχων του έργου αλλά και των καλλιεργητών. Ο υφυπουργός κ. Α. Κοντός παρακολουθεί το έργο και δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για την καταπολέμηση της ασθένειας αλλά και την προώθηση της καστανοκαλλιέργειας σε εθνικό επίπεδο.

Σύμφωνα με το γενικό σχεδιασμό τα συνεργεία έχουν εντολή να απλώσουν τον ιό κατά το δυνατόν ομοιόμορφα στην ευρύτερη περιοχή σύμφωνα με τους χάρτες της μελέτης και όχι να καταπολεμήσουν την ασθένεια σε κάποιο συγκε-κριμένο κτήμα. Ακόμη και ασθενείς καστανιές σε κτή-ματα που δεν έχουν «εμβολιασθεί» θα θεραπευθούν. Όμως η μέθοδος είναι βιολογική και τα αποτε-λέσματα θα αρχίσουν να γίνονται ορατά 1-2 χρόνια μετά την επέμβαση.

Τέλος, οι Νομοί Σερρών, Φλώρινας, Κοζάνης, Τρικάλων, Ηλείας, Αχαίας, Λέσβου και Χανίων, όπου η καστανιά καταλαμβάνει μικρή έκταση και η ασθένεια είναι περιορισμένη, έχουν ήδη ενταχθεί στο Δ’ ΚΠΣ.

Πληροφορίες:

Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, 57006 Βασιλικά Θεσσαλονίκης

τηλ.: 2310 461171, e-mail: info@fii.gr